«Πού πήγαν τα λεφτά» που πήραν οι βαρόνοι των ελληνικών media;
Στα 730 εκατ. ευρώ οι δανειοδοτήσεις των εκδοτικών εταιρειών.
Τι δείχνουν οι ισολογισμοί για τον ταλαντούχο κ. Γιαννίκο
(αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική εφημερίδα "Οι Εργαζόμενοι του Επενδυτή")
«Νταβατζήδες» τούς είχε αποκαλέσει πριν από λίγα χρόνια ο Κώστας Καραμανλής. Τον τελευταίο καιρό ο Γιώργος Παπανδρέου ξιφουλκεί εναντίον τους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρόκειται είτε για μπαταχτσήδες είτε για καιροσκόπους και υπονομευτές του πολιτικού συστήματος. Προ ετών, ο οξυδερκής Χρήστος Πασαλάρης τούς είχε «κωδικοποιήσει» ως «βαρόνους των media». Και στις τρεις περιπτώσεις στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οι εκδότες του Τύπου και εν γένει τα αφεντικά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, για τους οποίους η πεμπτουσία της είδησης είναι τα προσωπικά τους συμφέροντα…
Άλλοτε ωμά και εξόφθαλμα και άλλοτε σκιώδη και υποκρυπτόμενα, μέσα από τις άτυπες τριγωνικές συναλλαγές με την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία και το τραπεζικό σύστημα. Το «δούναι και λαβείν» είναι κλασική συνταγή για τους βαρόνους και τους βαρονέτους των media, των οποίων τα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία είναι αντιστρόφως ανάλογα με τη θνησιγενή εικόνα που παρουσιάζουν οι ισολογισμοί των εκδοτικών εταιρειών.
Διότι το «πόθεν έσχες» μπορεί μεν να ισχύει για τους δημοσιογράφους, αλλά αποτελεί επί της ουσίας «μαύρο κουτί» για τους εκδότες. Στην Ελλάδα της βαθιάς ύφεσης, της άγριας φορολογικής επιδρομής και της αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής, ο εργασιακός χώρος του Τύπου βιώνει οριακές καταστάσεις. Αυτά που δημοσιογράφοι αποκαλούν «μαγαζιά» είτε κλείνουν είτε απειλούνται με «λουκέτο», η ανεργία θεριεύει, ενώ μορφή χιονοστιβάδας παίρνουν οι περιπτώσεις των εργαζομένων μεν, αλλά απλήρωτων επί μήνες, συντακτών.
Κάτω από αυτές τις ζοφερές συνθήκες, το ερώτημα «πού πήγαν τα λεφτά» συνιστά μια ιδιαίτερη πτυχή και για τα πεπραγμένα στις επιχειρήσεις των media.
Ερώτημα το οποίο αφορά τα μεγάλα δανειακά κεφάλαια τα οποία αντλήθηκαν από τις τράπεζες και τα διαχειρίστηκαν οι επιχειρηματίες-εκδότες με ανορθολογικό τρόπο κατά την επιεικέστερη εκδοχή. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που πηγάζουν από τους ισολογισμούς του εννεαμήνου του 2011, επτά εκδοτικοί όμιλοι -Πήγασος, ΔΟΛ, Τηλέτυπος (Mega), Τεγόπουλος, «Καθημερινή», Αττικές Εκδόσεις, «Ναυτεμπορική») έχουν λάβει και συνεπώς χρωστάνε δάνεια συνολικού ύψους 507,2 εκατ. ευρώ. Αν σ’ αυτά προστεθούν τα 226,1 εκατ. ευρώ των τραπεζικών δανείων που βαρύνουν το Alter (στοιχεία 9μήνου 2010), τότε το ύψος των δανείων φτάνει στα 733,3 εκατ. ευρώ.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι σε προγενέστερα διαστήματα οι επιχειρήσεις «σήκωσαν» πολλαπλάσια κεφάλαια από την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο και από αυξήσεις κεφαλαίου. Δεν χωρά αμφιβολία ότι με όλα αυτά τα δανειακά κεφάλαια δεν αποπληρώθηκαν μόνο οι μισθοί των εργαζομένων. Ορισμένες εταιρείες έχουν «χρεώσει» μεγάλα ποσά σε επενδύσεις, αγορές παγίων ή και εξαγορές άλλων επιχειρήσεων. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μένει μετέωρο το ερώτημα της διασπάθισης κεφαλαίων, για τα οποία βεβαίως μόνο τα αφεντικά των media είναι σε θέση να γνωρίζουν επακριβώς την αλήθεια.
Σε ό,τι αφορά τη… δική μας Bestend, ο ισολογισμός της 31ης Δεκεμβρίου του 2010 δείχνει ότι έχουν αντληθεί περίπου 23 εκατ. ευρώ τραπεζικά δάνεια. Εξ αυτών οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (από ομολογιακό και τραπεζική δανειοδότηση) προσεγγίζουν το 1 εκατ. ευρώ. Άλλα 22 εκατ. ευρώ αφορούν τραπεζικούς λογαριασμούς βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Πρόκειται δηλαδή για ανοιχτά δάνεια (συμβάσεις αλληλόχρεων λογαριασμών), τα οποία κατά κανόνα χορηγούν οι τράπεζες με προσωπικές εγγυήσεις των επιχειρηματιών. Είναι άγνωστο το τι έχει συμβεί με την περίπτωση του Κώστα Γιαννίκου, που είναι διευθύνων σύμβουλος της εκδοτικής εταιρείας. Επίσης, όπως είναι προφανές, από τον ισολογισμό δεν προκύπτει από ποιες τράπεζες έχουν ληφθεί δάνεια. Από μόνα τους τα 23 εκατ. ευρώ είναι ένα τεράστιο μέγεθος, καθώς τα γραφεία για τις εκδοτικές δραστηριότητες («Ο Κόσμος του Επενδυτή», «Tivo», «Δίφωνο», «Informer») είναι νοικιασμένα (περί τις 36.000 ευρώ τον μήνα το ενοίκιο), ενώ τα τελευταία χρόνια ουδείς έχει αντιληφθεί να έχει γίνει κάποια σημαντική δαπάνη προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού της επιχείρησης (π.χ. αγορά νέων γραφείων, κομπιούτερ κ.ά). Δεδομένου του ότι τα αμέσως προηγούμενα χρόνια η κυκλοφορία της εφημερίδας και τα διαφημιστικά έσοδα ήταν πολύ μεγαλύτερα, είναι απορίας άξιο πού πήγαν τα μεγάλα δανειακά κεφάλαια που «σήκωσε» η Bestend.
Η οποία, στην περσινή χρήση, εμφανίζει αρνητικά ίδια κεφάλαια και εντός του 2011 θα έπρεπε να είχε προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου, χωρίς όμως μέχρι τώρα να υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το τι έχει συμβεί. Στις σημειώσεις των ορκωτών λογιστών υπάρχουν και άλλες αιχμηρές παρατηρήσεις, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις της Bestend διαμορφώθηκαν πέρυσι στα 43,8 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 490.321 ευρώ αφορούν υποχρεώσεις προς ασφαλιστικά ταμεία και άλλα 1,2 εκατ. ευρώ είναι υποχρεώσεις από φόρους και τέλη.
Την ίδια στιγμή, το σύνολο του κυκλοφορούντος ενεργητικού είναι 23,6 εκατ. ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι, αν ρευστοποιηθούν όλα τα στοιχεία της εταιρείας, θα καλυφθούν περίπου οι μισές υποχρεώσεις της. Καθίσταται προφανές ότι τόσο στην Bestend όσο και σε άλλες εκδοτικές επιχειρήσεις θα πρέπει οι βασικοί μέτοχοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των εταιρειών. Αντ’ αυτού, οι εκδότες ζητάνε νέα δάνεια, για τα οποία όμως οι τράπεζες δεν δίνουν πλέον το πράσινο φως, καθώς οι επισφάλειες έχουν διογκωθεί και οι τραπεζίτες πασχίζουν να σωθούν οι ίδιοι και όχι να σώσουν άλλους τους οποίους στο παρελθόν έχουν «ευεργετήσει πλουσιοπάροχα», στο όνομα της γενικότερης διαπλοκής, όπως τουλάχιστον λένε οι κακές γλώσσες. Μένει βέβαια να αποδειχθεί (από μια σοβαρή και ουσιαστική έρευνα) το αν και κατά πόσο τα δάνεια πήγαν όλα στις επιχειρήσεις ή ένα σημαντικό κομμάτι τους κατέληξε σε ιδιωτικές τσέπες.
Ανεξαρτήτως αυτών, τα στοιχεία από τους ισολογισμούς δείχνουν ότι ο Πήγασος της οικογένειας Μπόμπολα έχει 152,3 εκατ. ευρώ δάνεια, ενώ ο ΔΟΛ είχε ύψος δανείων 134,9 εκατ. ευρώ. Τα δάνεια του Τηλέτυπου είναι 102,8 εκατ. ευρώ, ενώ η «Καθημερινή» έχει τραπεζικό δανεισμό 42,7 εκατ. ευρώ, αλλά διαθέτει το πλέον ισχυρό ταμείο (35,8 εκατ. ευρώ διαθέσιμα). Για τις Αττικές Εκδόσεις τα δάνεια είναι 21,4 εκατ. ευρώ, ενώ η «Ναυτεμπορική» έχει περί τα 2 εκατ. ευρώ τραπεζικά δάνεια. Το εκπληκτικό είναι ότι ο τραπεζικός δανεισμός του Alter (226,1 εκατ. ευρώ) είναι σχεδόν ο μισός σε σύγκριση με την τραπεζική ενίσχυση που έχουν πάρει και οι 7 άλλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι τα χειρότερα για τον Τύπο είναι ακόμη μπροστά, με την έννοια ότι θα υπάρξουν μεγάλοι κραδασμοί ή και καταρρεύσεις θεωρητικά μεγάλων του χώρου.
Οι βαρόνοι των media τραβάνε το σκοινί στα άκρα, αρνούνται να κινηθούν με ορθολογική επιχειρηματική λογική και διατυμπανίζουν ότι, αν μειωθούν οι μισθοί των εργαζομένων και γίνουν απολύσεις, τότε το μέλλον είναι «διασφαλισμένο». Ουδέν αναληθέστερον, γιατί τα χρέη που πρέπει να εξυπηρετηθούν είναι τεράστια μπροστά στα εργασιακά κόστη.
Πηγή: http://ergazomenoiependyti.wordpress.com
Στα 730 εκατ. ευρώ οι δανειοδοτήσεις των εκδοτικών εταιρειών.
Τι δείχνουν οι ισολογισμοί για τον ταλαντούχο κ. Γιαννίκο
(αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική εφημερίδα "Οι Εργαζόμενοι του Επενδυτή")
«Νταβατζήδες» τούς είχε αποκαλέσει πριν από λίγα χρόνια ο Κώστας Καραμανλής. Τον τελευταίο καιρό ο Γιώργος Παπανδρέου ξιφουλκεί εναντίον τους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρόκειται είτε για μπαταχτσήδες είτε για καιροσκόπους και υπονομευτές του πολιτικού συστήματος. Προ ετών, ο οξυδερκής Χρήστος Πασαλάρης τούς είχε «κωδικοποιήσει» ως «βαρόνους των media». Και στις τρεις περιπτώσεις στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οι εκδότες του Τύπου και εν γένει τα αφεντικά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, για τους οποίους η πεμπτουσία της είδησης είναι τα προσωπικά τους συμφέροντα…
Άλλοτε ωμά και εξόφθαλμα και άλλοτε σκιώδη και υποκρυπτόμενα, μέσα από τις άτυπες τριγωνικές συναλλαγές με την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία και το τραπεζικό σύστημα. Το «δούναι και λαβείν» είναι κλασική συνταγή για τους βαρόνους και τους βαρονέτους των media, των οποίων τα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία είναι αντιστρόφως ανάλογα με τη θνησιγενή εικόνα που παρουσιάζουν οι ισολογισμοί των εκδοτικών εταιρειών.
Διότι το «πόθεν έσχες» μπορεί μεν να ισχύει για τους δημοσιογράφους, αλλά αποτελεί επί της ουσίας «μαύρο κουτί» για τους εκδότες. Στην Ελλάδα της βαθιάς ύφεσης, της άγριας φορολογικής επιδρομής και της αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής, ο εργασιακός χώρος του Τύπου βιώνει οριακές καταστάσεις. Αυτά που δημοσιογράφοι αποκαλούν «μαγαζιά» είτε κλείνουν είτε απειλούνται με «λουκέτο», η ανεργία θεριεύει, ενώ μορφή χιονοστιβάδας παίρνουν οι περιπτώσεις των εργαζομένων μεν, αλλά απλήρωτων επί μήνες, συντακτών.
Κάτω από αυτές τις ζοφερές συνθήκες, το ερώτημα «πού πήγαν τα λεφτά» συνιστά μια ιδιαίτερη πτυχή και για τα πεπραγμένα στις επιχειρήσεις των media.
Ερώτημα το οποίο αφορά τα μεγάλα δανειακά κεφάλαια τα οποία αντλήθηκαν από τις τράπεζες και τα διαχειρίστηκαν οι επιχειρηματίες-εκδότες με ανορθολογικό τρόπο κατά την επιεικέστερη εκδοχή. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που πηγάζουν από τους ισολογισμούς του εννεαμήνου του 2011, επτά εκδοτικοί όμιλοι -Πήγασος, ΔΟΛ, Τηλέτυπος (Mega), Τεγόπουλος, «Καθημερινή», Αττικές Εκδόσεις, «Ναυτεμπορική») έχουν λάβει και συνεπώς χρωστάνε δάνεια συνολικού ύψους 507,2 εκατ. ευρώ. Αν σ’ αυτά προστεθούν τα 226,1 εκατ. ευρώ των τραπεζικών δανείων που βαρύνουν το Alter (στοιχεία 9μήνου 2010), τότε το ύψος των δανείων φτάνει στα 733,3 εκατ. ευρώ.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι σε προγενέστερα διαστήματα οι επιχειρήσεις «σήκωσαν» πολλαπλάσια κεφάλαια από την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο και από αυξήσεις κεφαλαίου. Δεν χωρά αμφιβολία ότι με όλα αυτά τα δανειακά κεφάλαια δεν αποπληρώθηκαν μόνο οι μισθοί των εργαζομένων. Ορισμένες εταιρείες έχουν «χρεώσει» μεγάλα ποσά σε επενδύσεις, αγορές παγίων ή και εξαγορές άλλων επιχειρήσεων. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μένει μετέωρο το ερώτημα της διασπάθισης κεφαλαίων, για τα οποία βεβαίως μόνο τα αφεντικά των media είναι σε θέση να γνωρίζουν επακριβώς την αλήθεια.
Σε ό,τι αφορά τη… δική μας Bestend, ο ισολογισμός της 31ης Δεκεμβρίου του 2010 δείχνει ότι έχουν αντληθεί περίπου 23 εκατ. ευρώ τραπεζικά δάνεια. Εξ αυτών οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (από ομολογιακό και τραπεζική δανειοδότηση) προσεγγίζουν το 1 εκατ. ευρώ. Άλλα 22 εκατ. ευρώ αφορούν τραπεζικούς λογαριασμούς βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Πρόκειται δηλαδή για ανοιχτά δάνεια (συμβάσεις αλληλόχρεων λογαριασμών), τα οποία κατά κανόνα χορηγούν οι τράπεζες με προσωπικές εγγυήσεις των επιχειρηματιών. Είναι άγνωστο το τι έχει συμβεί με την περίπτωση του Κώστα Γιαννίκου, που είναι διευθύνων σύμβουλος της εκδοτικής εταιρείας. Επίσης, όπως είναι προφανές, από τον ισολογισμό δεν προκύπτει από ποιες τράπεζες έχουν ληφθεί δάνεια. Από μόνα τους τα 23 εκατ. ευρώ είναι ένα τεράστιο μέγεθος, καθώς τα γραφεία για τις εκδοτικές δραστηριότητες («Ο Κόσμος του Επενδυτή», «Tivo», «Δίφωνο», «Informer») είναι νοικιασμένα (περί τις 36.000 ευρώ τον μήνα το ενοίκιο), ενώ τα τελευταία χρόνια ουδείς έχει αντιληφθεί να έχει γίνει κάποια σημαντική δαπάνη προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού της επιχείρησης (π.χ. αγορά νέων γραφείων, κομπιούτερ κ.ά). Δεδομένου του ότι τα αμέσως προηγούμενα χρόνια η κυκλοφορία της εφημερίδας και τα διαφημιστικά έσοδα ήταν πολύ μεγαλύτερα, είναι απορίας άξιο πού πήγαν τα μεγάλα δανειακά κεφάλαια που «σήκωσε» η Bestend.
Η οποία, στην περσινή χρήση, εμφανίζει αρνητικά ίδια κεφάλαια και εντός του 2011 θα έπρεπε να είχε προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου, χωρίς όμως μέχρι τώρα να υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το τι έχει συμβεί. Στις σημειώσεις των ορκωτών λογιστών υπάρχουν και άλλες αιχμηρές παρατηρήσεις, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις της Bestend διαμορφώθηκαν πέρυσι στα 43,8 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 490.321 ευρώ αφορούν υποχρεώσεις προς ασφαλιστικά ταμεία και άλλα 1,2 εκατ. ευρώ είναι υποχρεώσεις από φόρους και τέλη.
Την ίδια στιγμή, το σύνολο του κυκλοφορούντος ενεργητικού είναι 23,6 εκατ. ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι, αν ρευστοποιηθούν όλα τα στοιχεία της εταιρείας, θα καλυφθούν περίπου οι μισές υποχρεώσεις της. Καθίσταται προφανές ότι τόσο στην Bestend όσο και σε άλλες εκδοτικές επιχειρήσεις θα πρέπει οι βασικοί μέτοχοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των εταιρειών. Αντ’ αυτού, οι εκδότες ζητάνε νέα δάνεια, για τα οποία όμως οι τράπεζες δεν δίνουν πλέον το πράσινο φως, καθώς οι επισφάλειες έχουν διογκωθεί και οι τραπεζίτες πασχίζουν να σωθούν οι ίδιοι και όχι να σώσουν άλλους τους οποίους στο παρελθόν έχουν «ευεργετήσει πλουσιοπάροχα», στο όνομα της γενικότερης διαπλοκής, όπως τουλάχιστον λένε οι κακές γλώσσες. Μένει βέβαια να αποδειχθεί (από μια σοβαρή και ουσιαστική έρευνα) το αν και κατά πόσο τα δάνεια πήγαν όλα στις επιχειρήσεις ή ένα σημαντικό κομμάτι τους κατέληξε σε ιδιωτικές τσέπες.
Ανεξαρτήτως αυτών, τα στοιχεία από τους ισολογισμούς δείχνουν ότι ο Πήγασος της οικογένειας Μπόμπολα έχει 152,3 εκατ. ευρώ δάνεια, ενώ ο ΔΟΛ είχε ύψος δανείων 134,9 εκατ. ευρώ. Τα δάνεια του Τηλέτυπου είναι 102,8 εκατ. ευρώ, ενώ η «Καθημερινή» έχει τραπεζικό δανεισμό 42,7 εκατ. ευρώ, αλλά διαθέτει το πλέον ισχυρό ταμείο (35,8 εκατ. ευρώ διαθέσιμα). Για τις Αττικές Εκδόσεις τα δάνεια είναι 21,4 εκατ. ευρώ, ενώ η «Ναυτεμπορική» έχει περί τα 2 εκατ. ευρώ τραπεζικά δάνεια. Το εκπληκτικό είναι ότι ο τραπεζικός δανεισμός του Alter (226,1 εκατ. ευρώ) είναι σχεδόν ο μισός σε σύγκριση με την τραπεζική ενίσχυση που έχουν πάρει και οι 7 άλλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι τα χειρότερα για τον Τύπο είναι ακόμη μπροστά, με την έννοια ότι θα υπάρξουν μεγάλοι κραδασμοί ή και καταρρεύσεις θεωρητικά μεγάλων του χώρου.
Οι βαρόνοι των media τραβάνε το σκοινί στα άκρα, αρνούνται να κινηθούν με ορθολογική επιχειρηματική λογική και διατυμπανίζουν ότι, αν μειωθούν οι μισθοί των εργαζομένων και γίνουν απολύσεις, τότε το μέλλον είναι «διασφαλισμένο». Ουδέν αναληθέστερον, γιατί τα χρέη που πρέπει να εξυπηρετηθούν είναι τεράστια μπροστά στα εργασιακά κόστη.
Πηγή: http://ergazomenoiependyti.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου