Τυχαία ξαναβρήκαμε το κείμενο της Monde Diplomatique για την παρακμή των εντύπων. Ήταν ένα χρόνο πριν. Τότε το διαβάζαμε θεωρητικά, για να μάθουμε τι συμβαίνει με την κρίση του Τύπου στην Ευρώπη. Σήμερα, τα όσα αναφέρει και περιγράφει ο διευθυντής της εφημερίδας, έχουν άλλη σημασία για την Ελλάδα. Αν και ο προβληματισμός που αναπτύσσει ο δημοσιογράφος εδώ δεν έχει καν ανοίξει.
Το κείμενο μπορεί να είναι μεγάλο αλλά αξίζει τον κόπο να διαβαστεί ολόκληρο.
Ο δικός μας αγώνας και η παρακμή των εντύπων
Του SERGE HALIMI, διευθυντή της Monde Diplomatique
Είκοσι χρόνια τώρα, η «Monde diplomatique» προαναγγέλλει τον σχηματισμό του κυκλώνα που σήμερα σαρώνει τις αίθουσες σύνταξης και αφήνει τα περίπτερα άδεια. Καθώς μάλιστα η ανάλυση των αιτίων δεν θωρακίζει από τα αποτελέσματα, η εφημερίδα μας υφίσταται και αυτή τις συνέπειες της γενικευμένης κακοκαιρίας.
Λιγότερο ίσως από άλλα έντυπα και με διαφορετικό τρόπο: δεν διακυβεύεται ούτε η επιβίωσή της, ούτε η ανεξαρτησία της. Λείπουν, όμως, τα μέσα για την αύξηση της κυκλοφορίας της.
Για να φωτίσουμε το μέλλον, για να πάρουμε μέρος με όλο μας το είναι στη μάχη των ιδεών, για να μεταδώσουμε, τέλος, σε νέους αναγνώστες τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αποκρυπτογραφούμε τον κόσμο, απευθύνουμε έκκληση σε εσάς.
Η κρίση του τύπου
Μετά την κλωστοϋφαντουργία, τη σιδηρουργία, τη βιομηχανία αυτοκινήτων, τώρα και ο τύπος! Οι εργάτες στις χώρες του Βορρά πλήρωσαν ακριβά τη μετατόπιση της παραγωγής προς το Νότο. Με τη μετοίκηση των αναγνωστών στο Ιντερνετ, οι δημοσιογράφοι, με τη σειρά τους, βλέπουν κι αυτοί τις δουλειές τους να χάνονται.
Θα μπορούσε να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι το ένα οικονομικό μοντέλο εκτοπίζει το άλλο, να πει, αναστενάζοντας, ότι ρόδα είναι και γυρίζει, ότι έτσι είναι η ζωή. Ευθύς αμέσως, όμως, τίθεται ζήτημα δημοκρατίας.
Το αυτοκίνητο, μας λένε, δεν αποτελεί αναντικατάστατο δημόσιο αγαθό, είναι απλώς εμπόρευμα. Μπορούμε να το κατασκευάσουμε αλλού, αλλιώς ή να το αντικαταστήσουμε με κάποιο άλλο. Τίποτα πολύ σοβαρό, στο κάτω κάτω. Ενώ ο τύπος...
Ο τύπος διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στο δημόσιο λόγο. Οταν κρίνει ότι απειλείται η ύπαρξή του, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου πιο εύκολα από έναν εργάτη που το εργοστάσιό του ετοιμάζεται να κλείσει.
Και, για να συσπειρώσει τον καθένα υπό το λάβαρό του, δεν έχει παρά να ψάλλει το γνωστό τροπάρι: «Κάθε φορά που κλείνει μια εφημερίδα, πεθαίνει μαζί της κι ένα κομμάτι της δημοκρατίας».
Η δήλωση, ωστόσο, είναι παράλογη, γελοία ενδεχομένως. Αρκεί να πάει κανείς σε ένα περίπτερο για να διαπιστώσει ότι είναι δεκάδες τα έντυπα που θα μπορούσαν να σταματήσουν να υπάρχουν χωρίς να πάθει τίποτα η δημοκρατία. Οι δυνάμεις της ιδεολογικής τάξης θα έχαναν, μάλιστα, ορισμένα φέουδά τους σε μια τέτοια περίπτωση.
Κάτι τέτοιο δεν ακυρώνει τις ανησυχίες των δημοσιογράφων. Ωστόσο, είναι δισεκατομμύρια οι άνθρωποι στη Γη που δεν έχουν καμία ανάγκη, προκειμένου να υπερασπιστούν την εργασία τους, να την περιβάλλουν με άλλη αρετή πέραν του ότι τους εξασφαλίζει έναν μισθό.
Εδώ και μερικά χρόνια, η βιομηχανία του τύπου βρίσκεται σε παρακμή. Η δε δημοσιογραφία πάσχει από πολύ παλιότερα. Αραγε, η θεματολογία της ήταν όντως πολύ πιο θαυμαστή πριν από 20 χρόνια, όταν τα περισσότερα έντυπα αποτελούσαν σάκους γεμάτους διαφημίσεις και εισπρακτικές μηχανές; Ή όταν στις ΗΠΑ, τα μεγαθήρια «New York Times», «Washington Post», «Gannett», «Knight Rid-der», «Dow Jones», «Times Mirror» συγκέντρωναν είκοσι φορές μεγαλύτερα κέρδη από ό,τι έφερναν στην εποχή του Γουότεργκεϊτ, πάνω στο αποκορύφωμα της «αντιεξουσίας» (1);
Μήπως τότε, που είχαν τόσα μέσα στη διάθεσή τους και ετήσια κέρδη της τάξης του 30%, ενίοτε και 35%, ασκούσαν τη δημοσιογραφία με τόλμη, δημιουργικότητα και ανεξαρτησία;
Και στη Γαλλία, η κριτική ενημέρωση κυριαρχούσε, άραγε, σε πρώτο πλάνο όταν οι όμιλοι Λαγκαρντέρ και Μπουίγκ, με δισεκατομμύρια στα χέρια τους, έριζαν για τον έλεγχο του TF1 (2); Ή όταν τα ιδιωτικά κανάλια, καθώς ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στη χυδαιότητα, πολλαπλασιάζονταν όπως ο άρτος στην Καινή Διαθήκη, προσφέροντας μισθούς μαχαραγιάδων σε μια φούχτα δημοσιογράφων που είχαν ήδη αποδείξει αποτελεσματικά την υποταγή τους;
Αυτή τη στιγμή, πολλοί διευθυντές εντύπων σχηματίζουν κοινό μέτωπο μπροστά στη θύελλα και εκλιπαρούν για την οικονομική βοήθεια από αυτό που κάτω από διαφορετικές συνθήκες αποκαλούν περιφρονητικά «κρατικό κορβανά».
Η «Monde diplomatique» τους εύχεται καλή τύχη, χωρίς να ξεχνά πόσο μεγάλο μέρος αυτής της βοήθειας έλαβαν στην παρούσα ατυχή συγκυρία. Αλλά, για να εξακολουθήσει να πρεσβεύει μια αντίληψη για τη δημοσιογραφία αλλιώτικη από τη δική τους, απευθύνει κατ' αρχήν έκκληση στους δικούς της αναγνώστες.
Αδιάφορη η κοινή γνώμη
Αν μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης παραμένει αδιάφορη απέναντι στα βάσανα των ΜΜΕ, αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι έχει καταλάβει ένα πράγμα: η έμφαση στην «ελευθερία της έκφρασης» χρησιμεύει συχνά ως προκάλυμμα για τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης.
«Εδώ και πολλές δεκαετίες, οι μεγάλες εφημερίδες θα έλεγα ότι μάλλον παρεμποδίζουν ή και σαμποτάρουν τις προσπάθειες που στοχεύουν στη βελτίωση της κοινωνικής και πολιτικής μας κατάστασης», εκτιμά ο συνιδρυτής του εναλλακτικού διαδικτυακού τόπου CounterPunch.com, Αλεξάντερ Κόκμπερν (3).
Οι όλο και πιο σπάνιες έρευνες και τα ρεπορτάζ που δημοσιεύει διεκπεραιωτικά ο τύπος βοηθούν κυρίως στο να συντηρηθεί το παραμύθι περί «ερευνητικής δημοσιογραφίας», ενώ άλλες σελίδες βρίθουν από ανάλαφρα θέματα, πορτρέτα, στήλες του καταναλωτή, της μετεωρολογίας, αθλητικά, ανάλαφρες λογοτεχνικές στήλες. Για να μην ξεχνάμε και το απλό «copy-paste» (αντιγραφή-επικόλληση) από τα «επείγοντα» των πρακτορείων που κάνουν εργαζόμενοι που οδεύουν σε ταχεία ανειδίκευση.
«Φανταστείτε ότι η κυβέρνηση βγάζει διάταγμα με το οποίο απαιτεί απότομη μείωση των διεθνών θεμάτων στον τύπο και επιβάλλει το κλείσιμο των γραφείων των ανταποκριτών στο εξωτερικό ή δραστική μείωση στο προσωπικό και τον προϋπολογισμό τους».
»Φανταστείτε ότι ο πρόεδρος δίνει εντολή στα ΜΜΕ να εστιάζουν την προσοχή τους στις διασημότητες και τις ανοησίες αντί να ερευνούν τα σκάνδαλα που σχετίζονται με την εκτελεστική εξουσία.
»Σε μια τέτοια υποθετική κατάσταση, οι επαγγελματίες της δημοσιογραφίας θα είχαν κηρύξει απεργίες πείνας και ολόκληρα πανεπιστήμια θα έμεναν κλειστά εξαιτίας των κινητοποιήσεων. Και όμως, όταν έρχονται κάποια ιδιωτικά, σχεδόν μονοπωλιακά, συμφέροντα και αποφασίζουν περίπου τα ίδια πράγματα, δεν καταγράφεται καμία αξιοσημείωτη αντίδραση», ξεσπά ο αμερικανός πανεπιστημιακός Ρόμπερτ Μακτσέσνι (4).
Οι ευθύνες του Ιντερνετ
Ολα τα σημερινά δεινά, ακούμε συχνά, προέρχονται από αυτό το ποταπό, το αποκρουστικό Ιντερνετ.
Τη δημοσιογραφία, όμως, δεν την αποδεκάτισε το Διαδίκτυο. Αυτή παρέπαιε από καιρό, υπό το βάρος των αναπροσαρμογών, του μάρκετινγκ, της περιφρόνησης των λαϊκών στρωμάτων και της άλωσης από τους δισεκατομμυριούχους και τους διαφημιστές.
Δεν χρησίμευσε το Ιντερνετ ως φερέφωνο των βομβαρδισμών που πραγματοποίησαν τα «συμμαχικά» στρατεύματα στον πόλεμο του Κόλπου (1991) ή το ΝΑΤΟ κατά τη σύγκρουση στο Κόσοβο (1999).
Είναι επίσης αδύνατο να επιρρίψει κανείς ευθύνες στο Ιντερνετ για το γεγονός ότι τα μεγάλα ΜΜΕ στάθηκαν ανίκανα να προαναγγείλουν την κατάρρευση των αποθεματικών ταμείων στις ΗΠΑ (1989), κατόπιν να φανταστούν τον οικονομικό εκτροχιασμό των αναδυόμενων χωρών οχτώ χρόνια αργότερα και, τέλος, να προειδοποιήσουν για τη φούσκα στον τομέα των ακινήτων, το τίμημα της οποίας εξακολουθεί να πληρώνει ο κόσμος.
Οπότε, αν πρέπει πραγματικά να «σώσουμε τον τύπο», θα άξιζε να διαθέσουμε το δημόσιο χρήμα σε όσους εκπληρώνουν την αποστολή μιας έγκυρης και ανεξάρτητης ενημέρωσης και όχι στους κατά καιρούς νεροκουβαλητές της εξουσίας. Η υπηρεσία του μετόχου και το εμπόριο των «πρόθυμων εγκεφάλων» θα βρουν πιθανότατα πόρους από αλλού. (5)
Πολλές φορές, στις κατηγορίες που απευθύνονται στο Ιντερνετ, ανακαλύπτουμε και κάτι άλλο πέρα από μια δικαιολογημένη ανησυχία σε ό,τι αφορά τους τρόπους απόκτησης και μετάδοσης της πληροφορίας: τον τρόμο ότι η αυθεντία ορισμένων βαρόνων του σχολιασμού πλησιάζει στο τέλος της.
Αυτοί, απολαμβάνοντας προνόμια φεουδάρχη, μοίρασαν χωράφια και κανόνισαν αργομισθίες. Μπορούσαν να «ανεβάζουν» ή να «κατεβάζουν» υπουργούς και να σπιλώνουν υπολήψεις. Ενα κοντσέρτο από ομόφωνα εγκώμια υποδεχόταν το ίδιο θερμά κάθε ένα από τα προχειροφτιαγμένα έργα τους και τις πομπώδεις στήλες τους (6).
Πού και πού, κάποιες βέβηλες εφημερίδες έπαιζαν τον ρόλο πολιορκημένων πολιτειών. Αλλά, μια μέρα, κατέβηκαν ορισμένοι ξεβράκωτοι με τα πληκτρολόγιά τους.
Ας το αναγνωρίσουμε! Το συνολικό πλαίσιο μιας ενημέρωσης που τελεί υπό σύγχυση εξαιτίας της βίαιης ανασυγκρότησης δυνάμεων, δεν άφησε αλώβητους ούτε εμάς.
Υστερα από μια αδιάκοπη ανοδική πορεία μεταξύ 1996 και 2003, η κυκλοφορία της «Monde diplomatique» στα περίπτερα άρχισε να σημειώνει πολύ μεγάλη πτώση έως και πέρυσι. Οσο για τον αριθμό των συνδρομητών, αυτός συνέχισε να αυξάνεται.
Νούμερα του '95
Εν τούτοις, για να μιλήσουμε με τους όρους των πωλήσεων σε φύλλα, η καθίζηση είναι πραγματική και μας επαναφέρει στα νούμερα του 1995, ακριβώς πριν αρχίσει η εφημερίδα να αποκτά μια αλυσίδα θυγατρικών εκδόσεων.
Σίγουρα, η γενική αίσθηση βελτιώνεται αν προσθέσουμε στο σύνολο τις 73 διεθνείς εκδόσεις του εντύπου (η πρώτη, στην Ιταλία, χρονολογείται από το 1994), τα δύο περίπου εκατομμύρια αντίτυπα που κυκλοφορούν ακριβώς χάρη σε αυτές και τους εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες της ιστοσελίδας μας.
Ωστόσο, κοινό και εισοδήματα είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Οι πωλήσεις και οι συνδρομές αποτελούν μακράν τους δυο βασικούς οικονομικούς πυλώνες μας (7).
Οι χρήστες του κυβερνοχώρου συνεισφέρουν στην επιρροή της εφημερίδας, όχι στην ύπαρξή της. Και αυτοί, ανάμεσά τους, που δεν συμμετέχουν ποτέ στα έσοδά μας δρουν όπως οι λαθρεπιβάτες που η άφιξη στον προορισμό τους πληρώνεται από τους ταξιδιώτες που αγόρασαν κανονικά το εισιτήριό τους.
Πολλές εφημερίδες, για να επιβιώσουν, επέλεξαν να ευθυγραμμίσουν περισσότερο το περιεχόμενό τους με τα υποτιθέμενα γούστα των αναγνωστών τους. Η κατάληξη είναι γνωστή εκ των προτέρων: «Προτιμούν τα σύντομα άρθρα και τις ειδήσεις που τους αφορούν άμεσα. Στο Ιντερνετ, ψάχνουν κυρίως για ό,τι τους κάνει τη ζωή πιο εύκολη. Επειδή τα μεγάλα κείμενα για τη διεθνή πολιτική τα έχουν όλο και σε λιγότερη εκτίμηση, οι χρήστες περιορίζονται στο να διατρέχουν διαγώνια τους τίτλους τους. Στο "Zero Hora", μια βραζιλιάνικη εφημερίδα που ανήκει στον όμιλο RBS, το τμήμα κυκλοφορίας ρώτησε 120 αναγνώστες ποια είναι η γνώμη τους για την ημερήσια εφημερίδα. Ο διευθυντής Μαρσελίνο Ράιχ έλαβε τη σχετική αναφορά στη μία το μεσημέρι: "Σε γενικές γραμμές, ζητούν περισσότερα ένθετα για τη μαγειρική και τα ακίνητα και λιγότερα άρθρα για τη Χεζμπολάχ και τους σεισμούς"» (8).
Ας το παραδεχθούμε: η «Monde diplomatique», προφανώς, δεν είναι το έντυπο που αναζητούν οι «πολλοί».
Το γεγονός ότι η εφημερίδα μας είναι λιγότερο δημοφιλής, σχετίζεται με την απογοήτευση όσων παρατηρούν ότι, ελλείψει επαρκούς απήχησης και πολιτικού αντίκτυπου, το να ξεμπροστιάζουμε τα βασικά εργαλεία της κοινωνικής και παγκόσμιας τάξης είχε ελάχιστες επιπτώσεις στη διαιώνιση του συστήματος.
Οι προτάσεις
Η κόπωση του «σε τι χρησιμεύει αυτό;», επομένως, αντικατέστησε σιγά σιγά το παλιό «εσείς τι προτείνετε;», πράγμα που, στην περίπτωσή μας, δεν έχει πια καμία βάση.
Μετά την πάροδο τόσων ετών, οι υποδείξεις και οι προτάσεις διαδέχονταν η μία την άλλη στις σελίδες μας (κατάργηση του χρέους του Τρίτου Κόσμου, μεταρρύθμιση των διεθνών οργανισμών, φόρος Τόμπιν, εθνικοποίηση των τραπεζών, ευρωπαϊκός προστατευτισμός, «φορολογική γκιλοτίνα» σε ορισμένα εισοδήματα του κεφαλαίου, ανάπτυξη της οικονομίας της αλληλεγγύης και της μη εμπορικής σφαίρας κ.λπ.).
Κατά τα φαινόμενα, η παρακμή της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης μάς έπληξε πιο σκληρά. Η κυριαρχία του φιλελευθερισμού στον τομέα της σκέψης τέθηκε εκ νέου σε αμφισβήτηση, αλλά δεν προχώρησε περισσότερο.
Διότι, αν η κριτική δεν επαρκεί, το ίδιο ισχύει και για την εξής πρόταση: η κοινωνική τάξη δεν είναι κείμενο που θα αρκούσε να το «αποδομήσουμε» για να ανασυνταχθεί ολομόναχο. Πολλές ιδέες ξεπηδούν στον πραγματικό κόσμο χωρίς να γκρεμίζονται τα τείχη. Ωστόσο, ενίοτε, κάποιοι αναμένουν να ανταποκριθούν τα γεγονότα στις κοινές μας ελπίδες. Και, στην αντίθετη περίπτωση, μας βρίσκουν λίγο καταθλιπτικούς.
Εν πάση περιπτώσει, όταν πρόκειται για το μέλλον της εφημερίδας μας, βασίζουμε την αισιοδοξία μας στη βεβαιότητα ότι μπορούμε να υπολογίζουμε στη δική σας συνεισφορά. Οπότε, προς το παρόν δεν θα ανεβάσουμε άλλο την τιμή μας. Θα τη διατηρήσουμε σε χαμηλότερα επίπεδα στις φτωχές χώρες. Θα εξακολουθήσουμε να στηρίζουμε τις καινούριες διεθνείς μας εκδόσεις προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να μας καταβάλλουν μειωμένα δικαιώματα κατά το ξεκίνημά τους.
Θα παρακολουθούμε από κοντά τις νέες τεχνολογίες πολυμέσων, κυρίως για να αγγίξουμε τις νέες γενιές και να διασφαλίσουμε με αυτό τον τρόπο τη μετάδοση των πνευματικών και πολιτικών αξιών της εφημερίδας μας. Θα συνεχίσουμε να παραγγέλνουμε μεγάλα ρεπορτάζ και έρευνες, από ερευνητές και ακτιβιστές, πάνω στις τρέχουσες συγκρούσεις, τις κρίσεις, τις εναλλακτικές προτάσεις, τους πειραματισμούς.
Η συνέχιση της εξέλιξής μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική σας κινητοποίηση στο πλευρό μας.
Αγοράζετε πιο τακτικά την εφημερίδα στα περίπτερα, γίνετε συνδρομητές, προσφέρετε συνδρομή σε εν δυνάμει αναγνώστες, προσχωρήστε στην ένωση των «Φίλων της Monde diplomatique»: οι τρόποι με τους οποίους μπορείτε να παρέμβετε υπέρ της εφημερίδας είναι πολλοί.
Εδώ και λίγον καιρό, έχει δει το φως ένα νέο εργαλείο. Σας επιτρέπει να αφαιρέσετε από το σύνολο των φόρων σας το 66% των δωρεών προς την εφημερίδα μας. Ετσι, το δημόσιο χρήμα, μετά τη βοήθεια που προσέφερε στις τράπεζες, θα μπορούσε επιτέλους να χρησιμεύσει και στην έρευνα γύρω από τα αίσχη τους.
Ανθρακωρύχοι της Ζάμπιας
Οι δικές μας απώλειες, συγκριτικά με εκείνες άλλων εντύπων, ίσως να μοιάζουν χαμηλές (330.000 ευρώ το 2007, 215.000 ευρώ τη χρονιά που πέρασε). Ομως, κανένας αργόσχολος τραπεζίτης που να φλέγεται να παραστήσει τον γαλαντόμο μαικήνα δεν θα προσφερθεί να τις καλύψει.
Μια εφημερίδα σαν τη δική μας, όπου το σύνολο των εργαζομένων είναι και μέτοχοι, που οι αναγνώστες του, οι οποίοι κατέχουν κι αυτοί μερίδιο του κεφαλαίου, προσφέρουν συνδρομές αλληλεγγύης στις βιβλιοθήκες και στις φυλακές που δεν διαθέτουν πόρους, όπου, τέλος, ο διευθυντής εκλέγεται, κατά πάσαν πιθανότητα μάλλον δεν θα τους φαινόταν ως το πλέον ενδεδειγμένο.
Το ερώτημα που μας θέτουν συνολικά είναι απλό: ποιος άλλος, αν όχι εσείς, θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί μια δημοσιογραφία γενικού ενδιαφέροντος, ανοιχτή στον κόσμο, να αφιερώνει δύο σελίδες στους ανθρακωρύχους της Ζάμπιας, στο κινεζικό ναυτικό ή στη λετονική κοινωνία;
Η «Monde diplomatique» μπορεί να έχει μειονεκτήματα, όμως ενθαρρύνει τους ανθρώπους που γράφουν, που ταξιδεύουν, ερευνούν, βγαίνουν από τα σπίτια τους, ακούν, παρατηρούν. Οι δημοσιογράφοι που τη βγάζουν δεν προσκαλούνται ποτέ στα δείπνα του Siecle (9), δεν κάνουν «δουλειές» με τα λόμπι των φαρμακευτικών ή με φανταχτερές επιχειρήσεις, δεν κάνουν «κονέ» με τα μεγάλα ΜΜΕ.
Αυτά, εξάλλου, που προβάλλουν κάθε «καινούρια μορφή» κάποιας άλλης εφημερίδας και μετατρέπουν τη δική τους «ανασκόπηση του τύπου» σε χώρο υποδοχής αποκλειστικά για πέντε - έξι έντυπα -πάντα τα ίδια- αποκρύπτουν επιμελώς τη «Monde diplo-matique» παρά το απαράμιλλο ειδικό βάρος της σε παγκόσμια κλίμακα. Κατά βάθος, αυτό είναι το αντίτιμο της μοναδικότητάς μας.
Εμείς, όμως, έχουμε πολλούς συνενόχους σε άλλα μέρη: την ένωση των «Φίλων της Monde diplomatique», η ύπαρξη της οποίας ενισχύει την ανεξαρτησία της σύνταξης και που, κάθε μήνα, διοργανώνει δεκάδες συζητήσεις γύρω από τρέχοντα θέματα.
Τους περιπτεράδες που φροντίζουν να είναι η εφημερίδα μας σε καλή θέα και μερικές φορές την προτείνουν.
Τους εκπαιδευτικούς που την κάνουν γνωστή στους μαθητές τους. Τον εναλλακτικό τύπο που επωφελείται από τις πληροφορίες μας. Πολλούς περίεργους, λίγους δημοσιογράφους, ελεύθερους σκοπευτές, κάτι παλιοχαρακτήρες.
Και, τέλος, είστε όλοι εσείς. Χωρίς εσάς, τίποτα απ' όλα αυτά δεν είναι εφικτό.
(1) Οι αποκαλύψεις της «Washington Post» από το 1974 και μετά σχετικά με τις παράνομες παρακολουθήσεις στο κτίριο του Δημοκρατικού Κόμματος (υπόθεση Γουότεργκεϊτ) στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα προκάλεσε τον Αύγουστο του 1974 την παραίτηση του ρεπουμπλικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον. Μεταξύ 1975 και 1989, η εταιρεία The New York Times Co είδε τα ετήσια κέρδη της να εκτοξεύονται από τα 13 εκατομμύρια στα 266 εκατομμύρια δολάρια. Η The Washington Post Co πέρασε από τα 12 στα 197 εκατομμύρια δολάρια κατά την ίδια περίοδο. Cf. Howard Kurtz, «Stop the Presses», «The Washington Post, National Weekly Edition», 3 Μαΐου 2003.
(2) (Στμ) Η μονομαχία μεταξύ Λαγκαρντέρ (εκδίδει, μεταξύ πολλών άλλων εντύπων, το περιοδικό «Paris Match») και Μπουίγκ για τον έλεγχο του μεγαλύτερου (πρώην δημόσιου) τηλεοπτικού δικτύου στη Γαλλία και σε ολόκληρη την Ευρώπη, έληξε υπέρ του δεύτερου.
(3) Alexander Cockburn, «The Nation», Νέα Υόρκη, 1η Ιουνίου 2009.
(4) Αναφέρεται στο «Columbia Journalism Review», Νέα Υόρκη, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2008.
(5) Τον Οκτώβριο του 1984, ο Κλοντ Ζιλιέν (διευθυντής της «Monde diplomatique» από το 1973 ως το 1991) πρότεινε να διατίθενται σε μη κερδοσκοπικές εταιρείες τα κρατικά βοηθήματα προς τον τύπο, που στη Γαλλία αποτελούν το 10% του τζίρου του τομέα. Τα κέρδη τους, με αυτό τον τρόπο, «θα προορίζονταν για ένα έργο δημοσίου συμφέροντος. Οι εφημερίδες που θα επέλεγαν ένα τέτοιο καθεστώς δεν θα είχαν επομένως καμία πιθανότητα να ξυπνήσουν τις ορέξεις των επιχειρηματιών».
(6) Βλ. το αφιέρωμα «L'imposture Bernard-Henri Levy».
(7) Το 2008, οι ξένες εκδόσεις απέδωσαν στη «Monde diplomatique» 350.000 ευρώ έσοδα, δηλαδή περίπου το 3% του τζίρου της.
(8) «More media, less news», «The Economist», Λονδίνο 26 Αυγούστου 2006.
(9) (Στμ) Siecle (Αιώνας): πολύ κλειστό πριβέ κλαμπ που συγκεντρώνει στους κόλπους του πολιτικούς, εκδότες, δημοσιογράφους, μεγαλοσυνδικαλιστές, δικαστές... όλη, εν γένει, τη γαλλική αφρόκρεμα.
1 σχόλιο:
Εξαιρετικό κείμενο. Αποδεικνύει μεταξύ άλλων το ότι τα μακροσκελή άρθρα έχουν λόγο ύπαρξης ακόμα και σε ένα μέσο όπως το Internet.
Συμφωνώ σε όλα σχεδόν τα σημεία εκτός από ένα:
"Οι χρήστες του κυβερνοχώρου συνεισφέρουν στην επιρροή της εφημερίδας, όχι στην ύπαρξή της. Και αυτοί, ανάμεσά τους, που δεν συμμετέχουν ποτέ στα έσοδά μας δρουν όπως οι λαθρεπιβάτες που η άφιξη στον προορισμό τους πληρώνεται από τους ταξιδιώτες που αγόρασαν κανονικά το εισιτήριό τους."
Ίσως βέβαια, σήμερα (2-3 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση του άρθρου) να έχει αλλάξει γνώμη ωστόσο η παραπάνω ερμηνεία του φαινομένου των "διαδικτυακών αναγνωστών" είναι λανθασμένη. Ο χαρακτηρισμός "λαθρεπιβάτης" είναι κάτι που μαλλον προερχεται απο το εμπορικό τμημα της εφημερίδας. Αφενός φανερωνει την αδυναμια του συγκεκριμένου τμήματος να διαχειριστεί τους (εν δυνάμει) πελάτες, αφετέρου δημιουργεί μια ενδιαφερουσα αντιφαση: ενω ο χαρακτηρισμος εχει εμπορικο χαρακτηρα (λαθρεπιβατης=αυτός που δεν πληρωνει χρηματικό αντίτιμο) και είναι κάπως παραπλανητικός (αποσιωπάται το έσοδο του μέσου από τη θέαση των ιστο-διαφημίσεων) λίγες γραμμές παραπάνω γίνεται λόγος για την πρόταση των εφημερίδων (της Monde συμπεριλαμβανομενης) για την "ανάπτυξη της οικονομιας της αλληλεγγύης και της μη εμπορικής σφαίρας".
Ή αλλιώς: Δεδομένου ότι δεν έχω αγοράσει ποτέ έντυπο με το οποίο συνεργάζεται η Ματ. Π. ή αν το έχω κάνει δεν έχει τύχει να διαβάσω τη στήλη της, αυτό σημαίνει ότι δεν την σέβομαι ως δημοσιογράφο ή πιο γενικά ως συνομιλήτρια?
Μήπως σημαίνει ότι δεν παίρνω στα σοβαρά τα κείμενά της?
Ή μήπως σημαίνει ότι δεν μπαίνω στον κόπο να χρησιμοποιησω μια δυσχρηστη για τους αναγνώστες πλατφόρμα (blogspot) προκειμένου να συζητήσω/σχολιάσω μια ανάρτησή της?
Δημοσίευση σχολίου