Για τη στάση των ΜΜΕ απέναντι στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής
Του Δημήτρη Τρίμη, προέδρου της ΕΣΗΕΑ
(αναδημοσίευση από την "Εποχή" της Κυριακής)
Η σιωπή είναι συνενοχή
Πώς πρέπει να στέκονται τα μέσα ενημέρωσης απέναντι στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής; Μια πρώτη, αυθόρμητη απάντηση στο επιτακτικό αυτό ερώτημα θα ήταν: να πάψουν καταρχήν να λειτουργούν ως συνήγοροι και ανάδοχοι της νεοναζιστικής συμμορίας. Με απλούστερα λόγια: να λειτουργήσουν δημοσιογραφικά, ερευνητικά και με σεβασμό της δεοντολογίας.
Φαντάζει βαριά η κατηγορία ότι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης συντελούν στην προβολή του ακροδεξιού μορφώματος, συμμετέχοντας αποφασιστικά στη δημιουργία του πολιτικού του μύθου. Όμως, αυτό επιβεβαιώνεται από την προηγούμενη στάση τους και σε άλλες σφαίρες της δημόσιας συζήτησης και απηχεί όχι τόσο κάποιον συνειδητό πολιτικό σχεδιασμό (αν και αυτός σε ένα βαθμό υπάρχει) όσο την ρηχότητα που αναδεικνύεται σε μόνιμο αντανακλαστικό τους. Διότι, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αντώνης Έλληνας, «το πολιτικό ρεπερτόριο της Άκρας Δεξιάς ικανοποιεί τη δίψα των μέσων ενημέρωσης για αισθησιακές, απλοποιημένες, προσωποποιημένες ιστορίες».
Στρεβλή και λειψή η δημοσιοποίηση
Ποιες αντιστάσεις στην προπαγάνδα της Χρυσής Αυγής θα μπορούσε αλήθεια να περιμένει κανείς από ένα επικοινωνιακό τοπίο όπου έχει το ελεύθερο ο ανορθολογισμός κάθε είδους, η χονδροειδής απλούστευση της πολιτικής και της ιστορίας, η υποκατάσταση της ανάλυσης από τη συνομωσιολογία, η απόδοση στους «εχθρούς του έθνους» όλων των σημερινών δεινών μας και η προβολή του τσαμπουκά των πάντων κατά πάντων ως ανεκτής διεξόδου; Όπου κυριαρχεί η απαξίωση της δημοσιογραφίας και των ανθρώπων της και ανθεί η λογική της αντιγραφής δελτίων τύπου; Όπου έμπειροι τηλεαστέρες με ασυγχώρητη προχειρότητα και άγνοια εισπράττουν τα ψεύδη της Χρυσής Αυγής χωρίς να είναι σε θέση να αντιτάξουν τον παραμικρό αντίλογο;
Η σιωπή είναι συνενοχή
Πώς πρέπει να στέκονται τα μέσα ενημέρωσης απέναντι στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής; Μια πρώτη, αυθόρμητη απάντηση στο επιτακτικό αυτό ερώτημα θα ήταν: να πάψουν καταρχήν να λειτουργούν ως συνήγοροι και ανάδοχοι της νεοναζιστικής συμμορίας. Με απλούστερα λόγια: να λειτουργήσουν δημοσιογραφικά, ερευνητικά και με σεβασμό της δεοντολογίας.
Φαντάζει βαριά η κατηγορία ότι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης συντελούν στην προβολή του ακροδεξιού μορφώματος, συμμετέχοντας αποφασιστικά στη δημιουργία του πολιτικού του μύθου. Όμως, αυτό επιβεβαιώνεται από την προηγούμενη στάση τους και σε άλλες σφαίρες της δημόσιας συζήτησης και απηχεί όχι τόσο κάποιον συνειδητό πολιτικό σχεδιασμό (αν και αυτός σε ένα βαθμό υπάρχει) όσο την ρηχότητα που αναδεικνύεται σε μόνιμο αντανακλαστικό τους. Διότι, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αντώνης Έλληνας, «το πολιτικό ρεπερτόριο της Άκρας Δεξιάς ικανοποιεί τη δίψα των μέσων ενημέρωσης για αισθησιακές, απλοποιημένες, προσωποποιημένες ιστορίες».
Στρεβλή και λειψή η δημοσιοποίηση
Ποιες αντιστάσεις στην προπαγάνδα της Χρυσής Αυγής θα μπορούσε αλήθεια να περιμένει κανείς από ένα επικοινωνιακό τοπίο όπου έχει το ελεύθερο ο ανορθολογισμός κάθε είδους, η χονδροειδής απλούστευση της πολιτικής και της ιστορίας, η υποκατάσταση της ανάλυσης από τη συνομωσιολογία, η απόδοση στους «εχθρούς του έθνους» όλων των σημερινών δεινών μας και η προβολή του τσαμπουκά των πάντων κατά πάντων ως ανεκτής διεξόδου; Όπου κυριαρχεί η απαξίωση της δημοσιογραφίας και των ανθρώπων της και ανθεί η λογική της αντιγραφής δελτίων τύπου; Όπου έμπειροι τηλεαστέρες με ασυγχώρητη προχειρότητα και άγνοια εισπράττουν τα ψεύδη της Χρυσής Αυγής χωρίς να είναι σε θέση να αντιτάξουν τον παραμικρό αντίλογο;
Όπου ο φασισμός του lifestyle βρήκε χωρίς καθυστέρηση τον φυσικό συνομιλητή του στους Χρυσαυγίτες, οι οποίοι προσκαλούνται σε «χαλαρές», απενοχοποιητικές συζητήσεις στα μεσημεριανάδικα και τις βραδινές τηλεοπτικές εκπομπές; Όπου, από την άλλη πλευρά, η υπόθεση της βίλας «Υπατία» ξεσήκωνε έναν μιντιακό ορυμαγδό υστερικό σε τόνο, μονόπλευρο σε περιεχόμενο και παραπλανητικό στην εστίαση;.
Ο προβληματισμός για τη δημοσιογραφική κάλυψη της «Χρυσής Αυγής» ταλαντεύθηκε ανάμεσα στην «σώφρονα» αποσιώπηση προεκλογικά, ώστε να «μην της δοθεί έδαφος», και την αφελή και υπεραισιόδοξη, όπως αποδείχθηκε, προσδοκία μετεκλογικά ότι η έκθεση της στη δημοσιότητα θα την «κάψει».
Όμως η σιωπή, ενόσω η δράση της Χρυσής Αυγής ήταν ήδη φονική, συνιστούσε συνενοχή. Ενώ η δημοσιοποίηση, είναι στρεβλή και λειψή, όσο εξακολουθεί να υπαγορεύεται, ως μήνυμα και ατζέντα, από την ίδια την ακροδεξιά οργάνωση: οι τραμπουκισμοί στη Ραφήνα και το Μεσολόγγι είναι εικόνες που η ίδια η Χρυσή Αυγή αποφάσισε να μεταδώσει και αποτελούν μόνο την κορφή του παγόβουνου. Αντίθετα οι νυχτερινές επιδρομές, τα πογκρόμ και τα λιντσαρίσματα ακόμη αναζητούν τη θέση τους στα δελτία ειδήσεων (ή και στο δελτίο συμβάντων της Αστυνομίας).
Η «εργαλειακή» ευαισθητοποίηση
Την ίδια στιγμή, τα συμφραζόμενα, που είναι καθήκον της δημοσιογραφίας να τα προσφέρει, απουσιάζουν τραγικά: λ.χ. ότι η Χρυσή Αυγή έγινε πρώτη φορά πανελληνίως γνωστή πριν από 14 χρόνια (όταν το μεταναστευτικό δεν είχε τα σημερινά χαρακτηριστικά) για φονική επίθεση εναντίον αριστερών συνδικαλιστών φοιτητών. Ότι ο Άρειος Πάγος έχει αποφασίσει τελεσίδικα πως μια οργανωμένη δεκαμελής φάλαγγα της οργάνωσης εκτέλεσε δολοφονική απόπειρα. Ότι ο γραμματέας της οργάνωσης έχει καταδικασθεί για βομβιστικές επιθέσεις στη μεταπολίτευση και έχει καταγγελθεί ως έμμισθος της ΕΥΠ. Ότι οι πηγές χρηματοδότησής της και η επιχειρησιακή της εκπαίδευση ανοίγουν μια ενδιαφέρουσα οδό δημοσιογραφικής έρευνας. Ότι οι διεθνείς της διασυνδέσεις φθάνουν μέχρι τον μαζικό δολοφόνο Μπρέιβικ της Νορβηγίας - κατά ισχυρισμό του ιδίου.
Αλλά και τις τελευταίες ημέρες, που ο επίσημος λόγος αίφνης έδειξε σημάδια μεταστροφής, η ευαισθητοποίηση για τη Χρυσή Αυγή αποδεικνύεται «εργαλειακή» και η στόχευση κοινή με αυτήν της νεοναζιστικής συμμορίας: η φιλολογία περί «της βίας των δύο άκρων» ήταν εξάλλου εκείνη που έθρεψε τόσα χρόνια την ανοχή του πολιτικού συστήματος απέναντι στην καταφανώς παράνομη δραστηριότητα της οργάνωσης.
Και το πιο ανησυχητικό: τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης (ούτως ή άλλως αναξιόπιστα στα μάτια των πολλών, λόγω της διαπλοκής και της μνημονιακής «στράτευσής» τους), αν δεν αλλάξουν ρότα και δομή, δεν προσφερονται ως πεδίο άσκησης επικοινωνιακής πολιτικής απομόνωσης του ναζισμού και του ρατσισμού, ενώ απ‘ την άλλη, μια ματιά στα social media, με τις δικές τους παθογένειες, αρκεί για να καταδείξει ένα παράλληλο σύμπαν που δυστυχώς ευνοεί τη διάδοση του ανορθολογισμού, συνεπώς και του ναζιστικού κανιβαλισμού.
Η κοινωνία οφείλει να αντεπιτεθεί συλλογικά κατά του φασισμού και οι δημοσιογράφοι, πριν απ‘ όλους, έχουν υποχρέωση να υπηρετούν την αλήθεια και τις αξίες της δημοκρατίας.
Ο προβληματισμός για τη δημοσιογραφική κάλυψη της «Χρυσής Αυγής» ταλαντεύθηκε ανάμεσα στην «σώφρονα» αποσιώπηση προεκλογικά, ώστε να «μην της δοθεί έδαφος», και την αφελή και υπεραισιόδοξη, όπως αποδείχθηκε, προσδοκία μετεκλογικά ότι η έκθεση της στη δημοσιότητα θα την «κάψει».
Όμως η σιωπή, ενόσω η δράση της Χρυσής Αυγής ήταν ήδη φονική, συνιστούσε συνενοχή. Ενώ η δημοσιοποίηση, είναι στρεβλή και λειψή, όσο εξακολουθεί να υπαγορεύεται, ως μήνυμα και ατζέντα, από την ίδια την ακροδεξιά οργάνωση: οι τραμπουκισμοί στη Ραφήνα και το Μεσολόγγι είναι εικόνες που η ίδια η Χρυσή Αυγή αποφάσισε να μεταδώσει και αποτελούν μόνο την κορφή του παγόβουνου. Αντίθετα οι νυχτερινές επιδρομές, τα πογκρόμ και τα λιντσαρίσματα ακόμη αναζητούν τη θέση τους στα δελτία ειδήσεων (ή και στο δελτίο συμβάντων της Αστυνομίας).
Η «εργαλειακή» ευαισθητοποίηση
Την ίδια στιγμή, τα συμφραζόμενα, που είναι καθήκον της δημοσιογραφίας να τα προσφέρει, απουσιάζουν τραγικά: λ.χ. ότι η Χρυσή Αυγή έγινε πρώτη φορά πανελληνίως γνωστή πριν από 14 χρόνια (όταν το μεταναστευτικό δεν είχε τα σημερινά χαρακτηριστικά) για φονική επίθεση εναντίον αριστερών συνδικαλιστών φοιτητών. Ότι ο Άρειος Πάγος έχει αποφασίσει τελεσίδικα πως μια οργανωμένη δεκαμελής φάλαγγα της οργάνωσης εκτέλεσε δολοφονική απόπειρα. Ότι ο γραμματέας της οργάνωσης έχει καταδικασθεί για βομβιστικές επιθέσεις στη μεταπολίτευση και έχει καταγγελθεί ως έμμισθος της ΕΥΠ. Ότι οι πηγές χρηματοδότησής της και η επιχειρησιακή της εκπαίδευση ανοίγουν μια ενδιαφέρουσα οδό δημοσιογραφικής έρευνας. Ότι οι διεθνείς της διασυνδέσεις φθάνουν μέχρι τον μαζικό δολοφόνο Μπρέιβικ της Νορβηγίας - κατά ισχυρισμό του ιδίου.
Αλλά και τις τελευταίες ημέρες, που ο επίσημος λόγος αίφνης έδειξε σημάδια μεταστροφής, η ευαισθητοποίηση για τη Χρυσή Αυγή αποδεικνύεται «εργαλειακή» και η στόχευση κοινή με αυτήν της νεοναζιστικής συμμορίας: η φιλολογία περί «της βίας των δύο άκρων» ήταν εξάλλου εκείνη που έθρεψε τόσα χρόνια την ανοχή του πολιτικού συστήματος απέναντι στην καταφανώς παράνομη δραστηριότητα της οργάνωσης.
Και το πιο ανησυχητικό: τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης (ούτως ή άλλως αναξιόπιστα στα μάτια των πολλών, λόγω της διαπλοκής και της μνημονιακής «στράτευσής» τους), αν δεν αλλάξουν ρότα και δομή, δεν προσφερονται ως πεδίο άσκησης επικοινωνιακής πολιτικής απομόνωσης του ναζισμού και του ρατσισμού, ενώ απ‘ την άλλη, μια ματιά στα social media, με τις δικές τους παθογένειες, αρκεί για να καταδείξει ένα παράλληλο σύμπαν που δυστυχώς ευνοεί τη διάδοση του ανορθολογισμού, συνεπώς και του ναζιστικού κανιβαλισμού.
Η κοινωνία οφείλει να αντεπιτεθεί συλλογικά κατά του φασισμού και οι δημοσιογράφοι, πριν απ‘ όλους, έχουν υποχρέωση να υπηρετούν την αλήθεια και τις αξίες της δημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου