Μήπως καλύτερα να πεθάνει αυτή η δημοσιογραφία;
* (αναδημοσίευση από την ειδική απεργιακή έκδοση του "Δρόμου της Αριστεράς" την Πέμπτη 7 Απριλίου)
Της Μ. Παπαχριστούδη
Δεν θυμάμαι καν πότε, από ποιόν πρωτάκουσα τη μαγευτική για τα δικά μου αυτιά, φράση. «Οι δημοσιογράφοι βλέπουν, αυτό που όλοι οι άλλοι κοιτάνε». Δεν θυμάμαι καλά τη διαδρομή μέχρι να κατακτηθεί αυτή η ιδιαίτερη όραση στα πράγματα, την πραγματικότητα, τις σχέσεις, την πολιτική, την κοινωνία. Θυμάμαι όμως πως ο δρόμος ήταν επίπονος, δύσκολος. Με ατελείωτες ώρες δουλειάς, ρεπορτάζ, κοψίματα από τον αρχισυντάκτη, σκίσιμο της σελίδας, ξαναγράψιμο, ώρες πολλές στο δρόμο. Χωρίς όμως τείχη ανάμεσα σε αυτό που έβλεπα στην κοινωνία και αυτό που έβγαινε στις 150 λέξεις, στο τυπωμένο μονόστηλο της εφημερίδας.
Τίποτε από όλα τα παραπάνω δεν ισχύει σήμερα. Οι δημοσιογράφοι καλομαθημένοι σε ένα διαπλεκόμενο και βαθιά διεφθαρμένο σύστημα Μέσων, ξέχασαν πολύ γρήγορα να «βλέπουν» γύρω τους. Πολύ βιαστικά έμαθαν να «κοιτάνε». Κι όσο τα συμφέροντα των εκδοτών και ιδιοκτητών τους περιπλεκόταν και διαπλεκόταν με νέες εξουσίες, πέραν της ιστορικά συνυφασμένης με τον Τύπο πολιτικής εξουσίας, τόσο (πολλοί) δημοσιογράφοι, οι οποίοι βρέθηκαν σε θέσεις ευθύνης στα νέα Μέσα που προέκυψαν το μεταξύ, κοίταξαν να διαπλεχθούν. Δημιουργώντας τις δικές τους προσωπικές εξαρτήσεις που σε ορισμένες, κραχτές και πολύ γνωστές, περιπτώσεις έγιναν και επιχειρηματικές.
Η απαξίωση της δημοσιογραφίας, ως «επάγγελμα» στη διαμεσολάβηση μεταφοράς του εμπορεύματος της είδησης που αλλάζει τον κόσμο και ως «τέχνη» που καθοδηγεί αλλά και εκπαιδεύει με μαεστρία, ήταν ταχύτατη και υπό αυτές τι συνθήκες, μη αναστρέψιμη.
* (αναδημοσίευση από την ειδική απεργιακή έκδοση του "Δρόμου της Αριστεράς" την Πέμπτη 7 Απριλίου)
Της Μ. Παπαχριστούδη
Δεν θυμάμαι καν πότε, από ποιόν πρωτάκουσα τη μαγευτική για τα δικά μου αυτιά, φράση. «Οι δημοσιογράφοι βλέπουν, αυτό που όλοι οι άλλοι κοιτάνε». Δεν θυμάμαι καλά τη διαδρομή μέχρι να κατακτηθεί αυτή η ιδιαίτερη όραση στα πράγματα, την πραγματικότητα, τις σχέσεις, την πολιτική, την κοινωνία. Θυμάμαι όμως πως ο δρόμος ήταν επίπονος, δύσκολος. Με ατελείωτες ώρες δουλειάς, ρεπορτάζ, κοψίματα από τον αρχισυντάκτη, σκίσιμο της σελίδας, ξαναγράψιμο, ώρες πολλές στο δρόμο. Χωρίς όμως τείχη ανάμεσα σε αυτό που έβλεπα στην κοινωνία και αυτό που έβγαινε στις 150 λέξεις, στο τυπωμένο μονόστηλο της εφημερίδας.
Τίποτε από όλα τα παραπάνω δεν ισχύει σήμερα. Οι δημοσιογράφοι καλομαθημένοι σε ένα διαπλεκόμενο και βαθιά διεφθαρμένο σύστημα Μέσων, ξέχασαν πολύ γρήγορα να «βλέπουν» γύρω τους. Πολύ βιαστικά έμαθαν να «κοιτάνε». Κι όσο τα συμφέροντα των εκδοτών και ιδιοκτητών τους περιπλεκόταν και διαπλεκόταν με νέες εξουσίες, πέραν της ιστορικά συνυφασμένης με τον Τύπο πολιτικής εξουσίας, τόσο (πολλοί) δημοσιογράφοι, οι οποίοι βρέθηκαν σε θέσεις ευθύνης στα νέα Μέσα που προέκυψαν το μεταξύ, κοίταξαν να διαπλεχθούν. Δημιουργώντας τις δικές τους προσωπικές εξαρτήσεις που σε ορισμένες, κραχτές και πολύ γνωστές, περιπτώσεις έγιναν και επιχειρηματικές.
Η απαξίωση της δημοσιογραφίας, ως «επάγγελμα» στη διαμεσολάβηση μεταφοράς του εμπορεύματος της είδησης που αλλάζει τον κόσμο και ως «τέχνη» που καθοδηγεί αλλά και εκπαιδεύει με μαεστρία, ήταν ταχύτατη και υπό αυτές τι συνθήκες, μη αναστρέψιμη.