Μαμά, τι σημαίνει «εργοδοτικός»;
Του Αυγουστίνου Ζενάκου
από το unfollow
Λίγο μετά την Έκτακτη Γενική Συνέλευση της ΕΣΗΕΑ, στις 24 Ιανουαρίου, κυκλοφόρησε – από την ιστοσελίδα της Δημοκρατικής Μεταρρύθμισης, της δημοσιογραφικής παράταξης που πρόσκειται στη Δημοκρατική Αριστερά – ένα κείμενο με τίτλο
«Ας δημιουργήσουμε ένα μέλλον για τη δημοσιογραφία!».
Κείμενο «επισημάνσεων», εκφράζει αγωνία για τα τεκταινόμενα στον κλάδο των ΜΜΕ και υπογράφεται από πολλούς δημοσιογράφους – ανάμεσά τους γνωστότατα ονόματα του επαγγέλματος, καθώς και άλλα που πολύ πιθανόν να γίνουν γνωστά στο μέλλον.
Το κείμενο αυτό συνοδεύει ως δημόσια θέση μία από τις προτάσεις που τίθενται σε ψηφοφορία αύριο Δευτέρα 30 και την Τρίτη 31 Ιανουαρίου, στην ΕΣΗΕΑ. Η πρόταση ζητεί να εξουσιοδοτηθεί το «Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ, να προχωρήσει σε διαπραγμάτευση με τους εργοδότες» αντί να προχωρήσει το Σωματείο, μετά από αναρίθμητες αποτυχημένες διαπραγματεύσεις, σε απεργία διαρκείας. Οι «επισημάνσεις» του κειμένου είναι μετρημένες με το αναγνωρίσιμο – αν και όχι από όλους – υποδεκάμετρο της «κοινής λογικής». Τι σημαίνει αυτό; Πρόκειται για μια γλώσσα υπό κατασκευή, η οποία πετυχαίνει ακριβώς τούτο: παρουσιάζει ως λογικές, αυτονόητες σχεδόν, μια σειρά από επιλογές που αν περιγράφονταν αλλιώς θα αποκαλύπτονταν ως ειδεχθείς.
Ο δημόσιος λόγος έχει κατακλυστεί από αυτή τη γλώσσα εδώ και κάποιον καιρό, είναι το πολυτιμότερο εργαλείο της υπό ανάδυση – στην Ελλάδα – ιδεολογίας του «πραγματισμού», της άποψης ότι όλοι εμείς που «τα φάγαμε μαζί», εμείς της χώρας που από τη Μεταπολίτευση και ένθεν «περνάει με κόκκινο», πρέπει επιτέλους να μαζέψουμε τα πόδια μας ώστε να χωρούν στο κοντούλικο πάπλωμά μας.
Είναι μια πολύ γνώριμη γλώσσα (την χρησιμοποιεί, λόγου χάρη, εξαιρετικά η Άννα Διαμαντοπούλου, με την «ευελφάλειά» της, τον «εργαζόμενο που πρέπει να νοιάζεται κι αυτός για την επιχείρηση», την «κυβέρνηση των αρίστων»), τόσο γνώριμη που σε νανουρίζει: κοιμάσαι και δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται.
Ας δούμε λοιπόν τι γίνεται στο κείμενο «Ας δημιουργήσουμε ένα μέλλον για τη δημοσιογραφία!», σημείο προς σημείο…
Γράφουν: «Τα αίτια [της κρίσης των ΜΜΕ] είναι πολλά: πτώση διαφημιστικών εσόδων και κυκλοφοριών, κακοδιαχείριση και οικονομική αδιαφάνεια από μέρους των εκδοτών, έλλειψη ρευστότητας, έκρηξη των διαδικτυακών μορφών ενημέρωσης, δραστική μείωση της κρατικής διαφήμισης, ανατροπή της σχέσης των μίντια με το κράτος.» Σωστό εν μέρει.
Αν δεν υπήρχαν η «έκρηξη των διαδικτυακών μορφών ενημέρωσης» και η «δραστική μείωση της κρατικής διαφήμισης» (στην πραγματικότητα: μείωση κάθε διαφήμισης, όχι μόνο κρατικής, όπως θα όφειλε να παραδεχτεί το κείμενο αν αντιστεκόταν στο να ρίξει μια ξώφαλτση στο «κακό κράτος»), ίσως τα ΜΜΕ να συνέχιζαν ακόμη ανενόχλητα την κακοδιαχείρισή τους.
Κακοδιαχείριση που συνοψίζεται στο εξής: οι εκδότες έβγαλαν πάρα πολλά χρήματα – προσωπικά, οι ίδιοι, όχι οι εταιρείες τους, αυτές κατέληξαν χρεωμένες, και τώρα δεν υπάρχει τρόπος να εξαναγκαστούν να στηρίξουν οι ίδιοι τις επιχειρήσεις τους, οπότε θα πληρώσουν τις ζημίες οι εργαζόμενοί τους. Δεν είναι ζήτημα «αδιαφάνειας», αυτό είναι παραπλανητικό. Οι ζημίες των επιχειρήσεων είναι διαφανέστατες, τις διατυμπανίζουν μάλιστα οι εκδότες για να νομιμοποιήσουν τις περικοπές. Εκτός αν με την «αδιαφάνεια» οι συνάδελφοι εννοούν τα δημόσια έργα, τις φρενήρεις εξαγορές προβληματικών εταιρειών, το παιχνίδι των «επιστροφών» με τα media shops, τις ρεμούλες με τις προσφορές, το πολιτικό μπρα-ντε-φερ των «Λόχων Διοικήσεως», το Χρηματιστήριο (και τις «φούσκες» αλλά και, κυρίως, τις «βιτρίνες» των πολιτικών), τα κανάλια με προσωρινές άδειες, τα δάνεια των τραπεζών δίχως εγγυήσεις κτλ.
Αλλά αυτό οι υπόλοιποι το λέμε «απάτη», όχι «αδιαφάνεια».
Του Αυγουστίνου Ζενάκου
από το unfollow
Λίγο μετά την Έκτακτη Γενική Συνέλευση της ΕΣΗΕΑ, στις 24 Ιανουαρίου, κυκλοφόρησε – από την ιστοσελίδα της Δημοκρατικής Μεταρρύθμισης, της δημοσιογραφικής παράταξης που πρόσκειται στη Δημοκρατική Αριστερά – ένα κείμενο με τίτλο
«Ας δημιουργήσουμε ένα μέλλον για τη δημοσιογραφία!».
Κείμενο «επισημάνσεων», εκφράζει αγωνία για τα τεκταινόμενα στον κλάδο των ΜΜΕ και υπογράφεται από πολλούς δημοσιογράφους – ανάμεσά τους γνωστότατα ονόματα του επαγγέλματος, καθώς και άλλα που πολύ πιθανόν να γίνουν γνωστά στο μέλλον.
Το κείμενο αυτό συνοδεύει ως δημόσια θέση μία από τις προτάσεις που τίθενται σε ψηφοφορία αύριο Δευτέρα 30 και την Τρίτη 31 Ιανουαρίου, στην ΕΣΗΕΑ. Η πρόταση ζητεί να εξουσιοδοτηθεί το «Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ, να προχωρήσει σε διαπραγμάτευση με τους εργοδότες» αντί να προχωρήσει το Σωματείο, μετά από αναρίθμητες αποτυχημένες διαπραγματεύσεις, σε απεργία διαρκείας. Οι «επισημάνσεις» του κειμένου είναι μετρημένες με το αναγνωρίσιμο – αν και όχι από όλους – υποδεκάμετρο της «κοινής λογικής». Τι σημαίνει αυτό; Πρόκειται για μια γλώσσα υπό κατασκευή, η οποία πετυχαίνει ακριβώς τούτο: παρουσιάζει ως λογικές, αυτονόητες σχεδόν, μια σειρά από επιλογές που αν περιγράφονταν αλλιώς θα αποκαλύπτονταν ως ειδεχθείς.
Ο δημόσιος λόγος έχει κατακλυστεί από αυτή τη γλώσσα εδώ και κάποιον καιρό, είναι το πολυτιμότερο εργαλείο της υπό ανάδυση – στην Ελλάδα – ιδεολογίας του «πραγματισμού», της άποψης ότι όλοι εμείς που «τα φάγαμε μαζί», εμείς της χώρας που από τη Μεταπολίτευση και ένθεν «περνάει με κόκκινο», πρέπει επιτέλους να μαζέψουμε τα πόδια μας ώστε να χωρούν στο κοντούλικο πάπλωμά μας.
Είναι μια πολύ γνώριμη γλώσσα (την χρησιμοποιεί, λόγου χάρη, εξαιρετικά η Άννα Διαμαντοπούλου, με την «ευελφάλειά» της, τον «εργαζόμενο που πρέπει να νοιάζεται κι αυτός για την επιχείρηση», την «κυβέρνηση των αρίστων»), τόσο γνώριμη που σε νανουρίζει: κοιμάσαι και δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται.
Ας δούμε λοιπόν τι γίνεται στο κείμενο «Ας δημιουργήσουμε ένα μέλλον για τη δημοσιογραφία!», σημείο προς σημείο…
Γράφουν: «Τα αίτια [της κρίσης των ΜΜΕ] είναι πολλά: πτώση διαφημιστικών εσόδων και κυκλοφοριών, κακοδιαχείριση και οικονομική αδιαφάνεια από μέρους των εκδοτών, έλλειψη ρευστότητας, έκρηξη των διαδικτυακών μορφών ενημέρωσης, δραστική μείωση της κρατικής διαφήμισης, ανατροπή της σχέσης των μίντια με το κράτος.» Σωστό εν μέρει.
Αν δεν υπήρχαν η «έκρηξη των διαδικτυακών μορφών ενημέρωσης» και η «δραστική μείωση της κρατικής διαφήμισης» (στην πραγματικότητα: μείωση κάθε διαφήμισης, όχι μόνο κρατικής, όπως θα όφειλε να παραδεχτεί το κείμενο αν αντιστεκόταν στο να ρίξει μια ξώφαλτση στο «κακό κράτος»), ίσως τα ΜΜΕ να συνέχιζαν ακόμη ανενόχλητα την κακοδιαχείρισή τους.
Κακοδιαχείριση που συνοψίζεται στο εξής: οι εκδότες έβγαλαν πάρα πολλά χρήματα – προσωπικά, οι ίδιοι, όχι οι εταιρείες τους, αυτές κατέληξαν χρεωμένες, και τώρα δεν υπάρχει τρόπος να εξαναγκαστούν να στηρίξουν οι ίδιοι τις επιχειρήσεις τους, οπότε θα πληρώσουν τις ζημίες οι εργαζόμενοί τους. Δεν είναι ζήτημα «αδιαφάνειας», αυτό είναι παραπλανητικό. Οι ζημίες των επιχειρήσεων είναι διαφανέστατες, τις διατυμπανίζουν μάλιστα οι εκδότες για να νομιμοποιήσουν τις περικοπές. Εκτός αν με την «αδιαφάνεια» οι συνάδελφοι εννοούν τα δημόσια έργα, τις φρενήρεις εξαγορές προβληματικών εταιρειών, το παιχνίδι των «επιστροφών» με τα media shops, τις ρεμούλες με τις προσφορές, το πολιτικό μπρα-ντε-φερ των «Λόχων Διοικήσεως», το Χρηματιστήριο (και τις «φούσκες» αλλά και, κυρίως, τις «βιτρίνες» των πολιτικών), τα κανάλια με προσωρινές άδειες, τα δάνεια των τραπεζών δίχως εγγυήσεις κτλ.
Αλλά αυτό οι υπόλοιποι το λέμε «απάτη», όχι «αδιαφάνεια».