του Δημήτρη Τρίμη
Αναδημοσίευση από τη "Συσπείρωση"
Τα τελευταία χρόνια τα πρωινά περπατώντας στο κέντρο της Αθήνας με την εφημερίδα στα χέρια (και με περισσότερες, στις καλύτερες για τα οικονομικά μου περιόδους), αισθάνομαι όλο και πιο μόνος.
Παρατηρώντας τους εκατοντάδες συμπολίτες μας, όλων των ηλικιών και των κατηγοριών, διαπιστώνω ότι όλο και λιγότεροι κρατούν εφημερίδα, οποιαδήποτε εφημερίδα. Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι ιδίως, συνεχίζουν να στέκονται στα κιόσκια και στα περίπτερα και να κοιτάζουν τα πρωτοσέλιδα, ίσως για να πάρουν τη μυρωδιά του χαρτιού και της εικόνας του Τύπου που εγκατέλειψαν.
Ακόμα και οι σπουδαστές δημοσιογραφικής σχολής, που περιμένουν να αρχίσει το μάθημά τους, έπαψαν να κρατούν έστω και μια αθλητική ή ένα free press, όπως έβλεπα τα προηγούμενα χρόνια. Τα Σαββατοκύριακα κάτι κινείται με την αγορά των εφημερίδων, όμως εκεί, στα περίπτερα, στα ψιλικατζίδικα και τις «Εβγες» της γειτονιάς, φαίνεται ότι… λειτουργούν οι κάθε είδους προσφορές (κουπόνια για βενζίνη, απορρυπαντικά, κρέατα, καλλυντικά, κατεψυγμένα καλαμαράκια, δίσκοι, βιβλία κ.λπ.).
Χθες διάβασα ότι η διάδοση του ίντερνετ στα ελληνικά νοικοκυριά φτάνει στο 60% (με τα έξυπνα κινητά, τις ταμπλέτες και το wi-fi), έναντι 30% που ήταν το 2008. Στις δε ηλικίες μέχρι 44 ετών οι Ελληνες μπαινοβγαίνουν στις ιστοσελίδες (καλές, κακές, φτηνές ή πολυτελείς) και στα social media σε ποσοστό γύρω στο 85%
Δεν θα πρωτοτυπήσω αν συνδέσω τη σταδιακή εξαφάνιση του χαρτιού υπέρ της διάδοσης των ψηφιακών Μέσων. Ετσι είναι η εξέλιξη. Δεν θα σταματήσω όμως να σκέφτομαι ότι υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα, με αμέτρητες συνέπειες, κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης.
Ποιος λοιπόν χρηματοδοτεί και αξιολογεί αυτό που ο καθένας λέει με καμάρι εγκυρότητας ότι «το είδε στο ίντερνετ»; Διότι το άλλο, το χάρτινο προϊόν, ή έστω το καθιερωμένο ραδιοτηλεοπτικό, λίγο-πολύ ξέρουμε πώς το απαξίωσαν και το χρεοκόπησαν τα αφεντικά και οι χρηματοδότες του. Αλλωστε γι΄ αυτό φτάσαμε έως εδώ, κουβεντιάζοντας ασταμάτητα και δικαίως, αλλά δυστυχώς ατελέσφορα, για τη διαπλοκή, τη διαφθορά και τη χειραγώγηση των συνειδήσεων, των συμπεριφορών, της κουλτούρας κοκ.
Θα πείτε βεβαίως ότι και οι περισσότερες ιστοσελίδες έχουν και εταιρική ταυτότητα και δημοσιογραφική υπόσταση και επιβιώνουν οικονομικά πουλώντας το κοινό τους στους διαφημιζόμενους και στους διαφημιστές, ακριβώς όπως και η «ελεύθερη» ραδιοτηλεόραση μετά το 1989-90.
Και ακριβώς γι’ αυτό οι παραδοσιακοί μιντιάρχες που έχουν προ πολλού μπει και στον κόσμο του ίντερνετ έχουν συγκροτήσει μια Ενωση με μοναδικό στόχο να φτιάξουν ένα κοινά αποδεκτό σύστημα μετρήσεων επισκεψιμότητας για να μοιράσουν… δίκαια την ψηφιακή διαφημιστική πίτα (όπως παλιότερα έπραξαν με την ερτζιανή τοιαύτη, που τώρα μειώθηκε μαζί με το ΑΕΠ και τις «αντικειμενικές αξίες» της χώρας). Κι εδώ είναι το πρόβλημα: ότι με λιγότερα κεφάλαια το ψηφιακό σύστημα ψυχαγωγίας, πολιτισμού και ενημέρωσης (με ή χωρίς εισαγωγικά) πάει να επαναλάβει το χάλι που ζήσαμε με την ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση.
Γιατί χωρίς την άμεση στήριξη του ίδιου του αναγνώστη ή του θεατή που επιλέγει και πληρώνει ο ίδιος το «καλό» ή όχι πνευματικό δημιούργημα (ενημέρωση, πολιτισμός κοκ) το συγκεκριμένο εμπόρευμα θα συνεχίζει να επιλέγεται και να καθορίζεται από τα γούστα του μάρκετινγκ ή από τη διαπλοκή, ή και από τα δύο. Γι΄ αυτό, πιστεύω, ότι πρέπει να επιμείνουμε στα δημόσια, αξιόπιστα, δημοκρατικά και κοινωνικά ελεγχόμενα ΜΜΕ και φυσικά σε συνεταιριστικά σχήματα των ίδιων των παραγωγών -όπως η εφημερίδα μας, που στηρίζονται άμεσα από τους πολίτες οι οποίοι τα επιλέγουν- και αναφέρονται στην κοινωνία και τις ανάγκες της.
Γιατί «ο τζάμπας πέθανε», κατά τη γνωστή έκφραση, και στην Ελλάδα γεμίσαμε όχι μόνο μπαταξήδες δήθεν επιχειρηματίες και διεφθαρμένα και διαπλεκόμενα συστήματα ΜΜΕ, αλλά και «υπερπληροφορημένους» και «ξερόλες»… τζαμπατζήδες πολίτες.
Αναδημοσίευση από τη "Συσπείρωση"
Τα τελευταία χρόνια τα πρωινά περπατώντας στο κέντρο της Αθήνας με την εφημερίδα στα χέρια (και με περισσότερες, στις καλύτερες για τα οικονομικά μου περιόδους), αισθάνομαι όλο και πιο μόνος.
Παρατηρώντας τους εκατοντάδες συμπολίτες μας, όλων των ηλικιών και των κατηγοριών, διαπιστώνω ότι όλο και λιγότεροι κρατούν εφημερίδα, οποιαδήποτε εφημερίδα. Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι ιδίως, συνεχίζουν να στέκονται στα κιόσκια και στα περίπτερα και να κοιτάζουν τα πρωτοσέλιδα, ίσως για να πάρουν τη μυρωδιά του χαρτιού και της εικόνας του Τύπου που εγκατέλειψαν.
Ακόμα και οι σπουδαστές δημοσιογραφικής σχολής, που περιμένουν να αρχίσει το μάθημά τους, έπαψαν να κρατούν έστω και μια αθλητική ή ένα free press, όπως έβλεπα τα προηγούμενα χρόνια. Τα Σαββατοκύριακα κάτι κινείται με την αγορά των εφημερίδων, όμως εκεί, στα περίπτερα, στα ψιλικατζίδικα και τις «Εβγες» της γειτονιάς, φαίνεται ότι… λειτουργούν οι κάθε είδους προσφορές (κουπόνια για βενζίνη, απορρυπαντικά, κρέατα, καλλυντικά, κατεψυγμένα καλαμαράκια, δίσκοι, βιβλία κ.λπ.).
Χθες διάβασα ότι η διάδοση του ίντερνετ στα ελληνικά νοικοκυριά φτάνει στο 60% (με τα έξυπνα κινητά, τις ταμπλέτες και το wi-fi), έναντι 30% που ήταν το 2008. Στις δε ηλικίες μέχρι 44 ετών οι Ελληνες μπαινοβγαίνουν στις ιστοσελίδες (καλές, κακές, φτηνές ή πολυτελείς) και στα social media σε ποσοστό γύρω στο 85%
Δεν θα πρωτοτυπήσω αν συνδέσω τη σταδιακή εξαφάνιση του χαρτιού υπέρ της διάδοσης των ψηφιακών Μέσων. Ετσι είναι η εξέλιξη. Δεν θα σταματήσω όμως να σκέφτομαι ότι υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα, με αμέτρητες συνέπειες, κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης.
Ποιος λοιπόν χρηματοδοτεί και αξιολογεί αυτό που ο καθένας λέει με καμάρι εγκυρότητας ότι «το είδε στο ίντερνετ»; Διότι το άλλο, το χάρτινο προϊόν, ή έστω το καθιερωμένο ραδιοτηλεοπτικό, λίγο-πολύ ξέρουμε πώς το απαξίωσαν και το χρεοκόπησαν τα αφεντικά και οι χρηματοδότες του. Αλλωστε γι΄ αυτό φτάσαμε έως εδώ, κουβεντιάζοντας ασταμάτητα και δικαίως, αλλά δυστυχώς ατελέσφορα, για τη διαπλοκή, τη διαφθορά και τη χειραγώγηση των συνειδήσεων, των συμπεριφορών, της κουλτούρας κοκ.
Θα πείτε βεβαίως ότι και οι περισσότερες ιστοσελίδες έχουν και εταιρική ταυτότητα και δημοσιογραφική υπόσταση και επιβιώνουν οικονομικά πουλώντας το κοινό τους στους διαφημιζόμενους και στους διαφημιστές, ακριβώς όπως και η «ελεύθερη» ραδιοτηλεόραση μετά το 1989-90.
Και ακριβώς γι’ αυτό οι παραδοσιακοί μιντιάρχες που έχουν προ πολλού μπει και στον κόσμο του ίντερνετ έχουν συγκροτήσει μια Ενωση με μοναδικό στόχο να φτιάξουν ένα κοινά αποδεκτό σύστημα μετρήσεων επισκεψιμότητας για να μοιράσουν… δίκαια την ψηφιακή διαφημιστική πίτα (όπως παλιότερα έπραξαν με την ερτζιανή τοιαύτη, που τώρα μειώθηκε μαζί με το ΑΕΠ και τις «αντικειμενικές αξίες» της χώρας). Κι εδώ είναι το πρόβλημα: ότι με λιγότερα κεφάλαια το ψηφιακό σύστημα ψυχαγωγίας, πολιτισμού και ενημέρωσης (με ή χωρίς εισαγωγικά) πάει να επαναλάβει το χάλι που ζήσαμε με την ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση.
Γιατί χωρίς την άμεση στήριξη του ίδιου του αναγνώστη ή του θεατή που επιλέγει και πληρώνει ο ίδιος το «καλό» ή όχι πνευματικό δημιούργημα (ενημέρωση, πολιτισμός κοκ) το συγκεκριμένο εμπόρευμα θα συνεχίζει να επιλέγεται και να καθορίζεται από τα γούστα του μάρκετινγκ ή από τη διαπλοκή, ή και από τα δύο. Γι΄ αυτό, πιστεύω, ότι πρέπει να επιμείνουμε στα δημόσια, αξιόπιστα, δημοκρατικά και κοινωνικά ελεγχόμενα ΜΜΕ και φυσικά σε συνεταιριστικά σχήματα των ίδιων των παραγωγών -όπως η εφημερίδα μας, που στηρίζονται άμεσα από τους πολίτες οι οποίοι τα επιλέγουν- και αναφέρονται στην κοινωνία και τις ανάγκες της.
Γιατί «ο τζάμπας πέθανε», κατά τη γνωστή έκφραση, και στην Ελλάδα γεμίσαμε όχι μόνο μπαταξήδες δήθεν επιχειρηματίες και διεφθαρμένα και διαπλεκόμενα συστήματα ΜΜΕ, αλλά και «υπερπληροφορημένους» και «ξερόλες»… τζαμπατζήδες πολίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου