Δεν κομίζει γλαύκας εν Αθήναις ο κ. Νίκος Χατζηνικολάου, όταν αμφισβητεί την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων
Είναι αλήθεια πάντως ότι το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφους παραμένει πολύ υψηλό και, ως εκ τούτου, θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος, γεγονός που αποδίδεται στη ρευστότητα της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, γεγονός βεβαίως που υπαγορεύει συγκεκριμένες κινήσεις από τα πολιτικά κόμματα για να αυξήσουν τη συσπείρωση των οπαδών τους.
Αναδημοσίευση από Hit&Run
Δεν κομίζει γλαύκας εν Αθήναις ο κ. Νίκος Χατζηνικολάου ο οποίος αμφισβητεί την εγκυρότητα των ευρημάτων των δημοσκοπήσεων και αποφάσισε, όπως πληροφορεί με σχετική ανάρτησή του στο twitter, πώς τα μέσα τα οποία εκπροσωπεί δεν θα μεταδώσουν ούτε θα αναμεταδώσουν καμία δημοσκόπηση μέχρι τις ευρωεκλογές. Τούτο, γιατί αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δεν καταγράφουν πλέον αντικειμενικά και αξιόπιστα τις τάσεις της κοινής γνώμης την δεδομένη ιστορική συγκυρία και, στην συγκεκριμένη περίπτωση, στην πορεία προς τις κάλπες, αλλά έχουν εξελιχθεί σε διαμορφωτές της κοινής γνώμης, εμφανίζοντας συνήθως μία επίπλαστη εικόνα που έχει ως στόχο να χειραγωγήσει τους πολίτες.
Η διαπίστωση αυτή, η οποία ισχύει λόγω της φύσης των εταιρειών δημοσκοπήσεων που υποτάσσονται στους νόμους της εμπορευματοποίησης και λειτουργούν με βάση τους κανόνες της αγοράς- αν και θα έπρεπε να υποτάσσονται σε συγκεκριμένο πλαίσιο δεοντολογίας-, έχει προσλάβει ευρείες διαστάσεις μετά την κρίση που ξέσπασε στην Ελλάδα.
Οι λόγοι γι΄ αυτό είναι πολλοί και ποικίλουν ανάλογα με την συγκεκριμένη εταιρεία. Είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι μεγάλες, τουλάχιστον, εταιρείες δημοσκοπήσεων της χώρας:
Πρώτον, για να καλύψουν τη δραματική μείωση του «κύκλου εργασιών τους» που επέφερε η κρίση και να αυξήσουν το τζίρο τους, που θα τις οδηγήσει συνακόλουθα στην μερική έστω διατήρηση της κερδοφορίες τους, έχουν στραφεί στον «κρατικό κορβάνα» και αναζητούν τονωτικές ενέργειες με δουλειές από κρατικές επιχειρήσεις. Οι συμβάσεις, λοιπόν, που υπογράφουν με φορείς τους δημοσίου τις υποχρεώνουν να ρίχνουν και νερό στο κρασί τους προκειμένου να ικανοποιήσουν το κυβερνών κόμμα μέσω του οποίου παίρνουν τις εν λόγω δουλειές.
Έτσι, για παράδειγμα, η συμφωνία που κάνουν συνήθως με τον υπουργό ο οποίος του δίνει τη δουλειά είναι να αναλάβουν και την προβολή του ή να διενεργούν δημοσκοπήσεις για λογαριασμό του δωρεάν. Το ίδιο βεβαίως συμβαίνει ορισμένες φορές και τα κόμματα εξουσίας – είναι κάτι για το οποίο, όπως θα λέγαμε, βοά όλη η πιάτσα.
Δεύτερον, οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν συνδεθεί πλέον με μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα και ισχυρά κέντρα διαπλοκής στην χώρα, από τα οποία εξαρτώνται, εν πολλοίς, οικονομικά. Δεν θα πρέπει λοιπόν να προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι καλούνται να εφαρμόσουν και να περάσουν στην κοινή γνώμη την πολιτική των εν λόγω συγκροτημάτων.
Έτσι, για παράδειγμα, παραμονές των ευρωεκλογών δεν περιορίζονται μόνον σε έρευνες για τις τάσεις της κοινής γνώμης στις ευρωεκλογές, αλλά διενεργούν δημοσκοπήσεις και για τις εθνικές εκλογές εξυπηρετώντας συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς οι οποίοι υπαγορεύονται από τα κέντρα διαπλοκής από τα οποία εξαρτώντας. Θέλουν να δείξουν μ΄ άλλα λόγια, ότι ναι μεν μπορεί το κυβερνών κόμμα να «χάνει» μια εκλογική αναμέτρηση, η οποία χαρακτηρίζεται από τη χαλαρότητα της ψήφου, όπως είναι οι ευρωεκλογές, αλλά παραμένει ισχυρό αλλά η εικόνα αυτή δεν ανταποκρίνεται στις εθνικές εκλογές και έτσι δεν κινδυνεύει η κυβερνητική σταθερότητα.
Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν και μία σειρά αντικειμενικές δυσκολίες οι οποίες περιορίζουν δραματικά την πιστή, αξιόπιστη και έγκυρη καταγραφή των τάσεων της κοινής γνώμης. Ποιές είναι αυτές:
Πρώτον, η κρίση έχει οδηγήσει τις εταιρείες να περιορίσουν δραματικά το στελεχιακό τους δυναμικό και το εν γένει το προσωπικό που εργάζεται σ΄ αυτές, καθώς επίσης να συρρικνώσουν και την υλικοτεχνική τους υποδομή, μ΄ αποτέλεσμα να ρίχνουν την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος
Δεύτερον, είναι αλήθεια ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό του εκλογικού σώματος αποτελεί πλέον το «δείγμα» των εταιρειών δημοσκοπήσεων.
Ο δημοσκόπος κ. Χριστόφος Βεναρδάκης, ουκ ολίγες φορές, έχει επισημάνει ότι πλέον«εκτός του «φακού» των δημοσκοπήσεων είναι το 80%-90%. Άρα έχουμε να διαχειριστούμε ένα πολύ μικρό κομμάτι του εκλογικού σώματος, λόγω κοινωνικών συνθηκών, κάτι που κάνει και το εργαλείο των δημοσκοπήσεων κάπως επισφαλές. Κάποτε δουλεύαμε με το 50% του εκλογικού σώματος».
Είναι αλήθεια πάντως ότι το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφους παραμένει πολύ υψηλό και, ως εκ τούτου, θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος, γεγονός που αποδίδεται στη ρευστότητα της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, γεγονός βεβαίως που υπαγορεύει συγκεκριμένες κινήσεις από τα πολιτικά κόμματα για να αυξήσουν τη συσπείρωση των οπαδών τους.
Αναδημοσίευση από Hit&Run
Δεν κομίζει γλαύκας εν Αθήναις ο κ. Νίκος Χατζηνικολάου ο οποίος αμφισβητεί την εγκυρότητα των ευρημάτων των δημοσκοπήσεων και αποφάσισε, όπως πληροφορεί με σχετική ανάρτησή του στο twitter, πώς τα μέσα τα οποία εκπροσωπεί δεν θα μεταδώσουν ούτε θα αναμεταδώσουν καμία δημοσκόπηση μέχρι τις ευρωεκλογές. Τούτο, γιατί αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δεν καταγράφουν πλέον αντικειμενικά και αξιόπιστα τις τάσεις της κοινής γνώμης την δεδομένη ιστορική συγκυρία και, στην συγκεκριμένη περίπτωση, στην πορεία προς τις κάλπες, αλλά έχουν εξελιχθεί σε διαμορφωτές της κοινής γνώμης, εμφανίζοντας συνήθως μία επίπλαστη εικόνα που έχει ως στόχο να χειραγωγήσει τους πολίτες.
Η διαπίστωση αυτή, η οποία ισχύει λόγω της φύσης των εταιρειών δημοσκοπήσεων που υποτάσσονται στους νόμους της εμπορευματοποίησης και λειτουργούν με βάση τους κανόνες της αγοράς- αν και θα έπρεπε να υποτάσσονται σε συγκεκριμένο πλαίσιο δεοντολογίας-, έχει προσλάβει ευρείες διαστάσεις μετά την κρίση που ξέσπασε στην Ελλάδα.
Οι λόγοι γι΄ αυτό είναι πολλοί και ποικίλουν ανάλογα με την συγκεκριμένη εταιρεία. Είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι μεγάλες, τουλάχιστον, εταιρείες δημοσκοπήσεων της χώρας:
Πρώτον, για να καλύψουν τη δραματική μείωση του «κύκλου εργασιών τους» που επέφερε η κρίση και να αυξήσουν το τζίρο τους, που θα τις οδηγήσει συνακόλουθα στην μερική έστω διατήρηση της κερδοφορίες τους, έχουν στραφεί στον «κρατικό κορβάνα» και αναζητούν τονωτικές ενέργειες με δουλειές από κρατικές επιχειρήσεις. Οι συμβάσεις, λοιπόν, που υπογράφουν με φορείς τους δημοσίου τις υποχρεώνουν να ρίχνουν και νερό στο κρασί τους προκειμένου να ικανοποιήσουν το κυβερνών κόμμα μέσω του οποίου παίρνουν τις εν λόγω δουλειές.
Έτσι, για παράδειγμα, η συμφωνία που κάνουν συνήθως με τον υπουργό ο οποίος του δίνει τη δουλειά είναι να αναλάβουν και την προβολή του ή να διενεργούν δημοσκοπήσεις για λογαριασμό του δωρεάν. Το ίδιο βεβαίως συμβαίνει ορισμένες φορές και τα κόμματα εξουσίας – είναι κάτι για το οποίο, όπως θα λέγαμε, βοά όλη η πιάτσα.
Δεύτερον, οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν συνδεθεί πλέον με μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα και ισχυρά κέντρα διαπλοκής στην χώρα, από τα οποία εξαρτώνται, εν πολλοίς, οικονομικά. Δεν θα πρέπει λοιπόν να προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι καλούνται να εφαρμόσουν και να περάσουν στην κοινή γνώμη την πολιτική των εν λόγω συγκροτημάτων.
Έτσι, για παράδειγμα, παραμονές των ευρωεκλογών δεν περιορίζονται μόνον σε έρευνες για τις τάσεις της κοινής γνώμης στις ευρωεκλογές, αλλά διενεργούν δημοσκοπήσεις και για τις εθνικές εκλογές εξυπηρετώντας συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς οι οποίοι υπαγορεύονται από τα κέντρα διαπλοκής από τα οποία εξαρτώντας. Θέλουν να δείξουν μ΄ άλλα λόγια, ότι ναι μεν μπορεί το κυβερνών κόμμα να «χάνει» μια εκλογική αναμέτρηση, η οποία χαρακτηρίζεται από τη χαλαρότητα της ψήφου, όπως είναι οι ευρωεκλογές, αλλά παραμένει ισχυρό αλλά η εικόνα αυτή δεν ανταποκρίνεται στις εθνικές εκλογές και έτσι δεν κινδυνεύει η κυβερνητική σταθερότητα.
Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν και μία σειρά αντικειμενικές δυσκολίες οι οποίες περιορίζουν δραματικά την πιστή, αξιόπιστη και έγκυρη καταγραφή των τάσεων της κοινής γνώμης. Ποιές είναι αυτές:
Πρώτον, η κρίση έχει οδηγήσει τις εταιρείες να περιορίσουν δραματικά το στελεχιακό τους δυναμικό και το εν γένει το προσωπικό που εργάζεται σ΄ αυτές, καθώς επίσης να συρρικνώσουν και την υλικοτεχνική τους υποδομή, μ΄ αποτέλεσμα να ρίχνουν την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος
Δεύτερον, είναι αλήθεια ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό του εκλογικού σώματος αποτελεί πλέον το «δείγμα» των εταιρειών δημοσκοπήσεων.
Ο δημοσκόπος κ. Χριστόφος Βεναρδάκης, ουκ ολίγες φορές, έχει επισημάνει ότι πλέον«εκτός του «φακού» των δημοσκοπήσεων είναι το 80%-90%. Άρα έχουμε να διαχειριστούμε ένα πολύ μικρό κομμάτι του εκλογικού σώματος, λόγω κοινωνικών συνθηκών, κάτι που κάνει και το εργαλείο των δημοσκοπήσεων κάπως επισφαλές. Κάποτε δουλεύαμε με το 50% του εκλογικού σώματος».
Στην ερώτηση που θα κινηθεί εκλογικά αυτό το 90% του εκλογικού σώματος η απάντηση είναι η εξής: «Αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο, αλλά δεν επιδέχεται απάντησης. Υπάρχει ένα ερώτημα, εάν θα πάει το ποσοστό αυτό στην κάλπη. Πόσο θα πάει; Οι μισοί; Σχεδόν όλοι; Κανένας; Επιπλέον, εφόσον φτάσουν όλοι αυτοί στην κάλπη, η ψήφος τους δεν θα είναι συστημική: δηλαδή δεν θα είναι ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ελιά, ΔΗΜΑΡ ή άλλοι σχηματισμοί των τελευταίων ετών. Το που θα πάει βέβαια είναι ασαφές. Το 10% του πληθυσμού το οποίο πλέον απαντά στις δημοσκοπήσεις, όπως προείπαμε, είναι ένα κομμάτι που δεν αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα μέσα στην κρίση. Είναι πιο άνετο και ενός πιο ανεβασμένου επιπέδου. Είναι κάπως πιο ήσυχο, πιο εξασφαλισμένο και λιγότερο εκτεθειμένο. Συνεκτιμώντας αυτά, το ποσοστό που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τεράστιο».
Παρά ταύτα, η ανάγνωση των δημοσκοπήσεων μέσα από τις γραμμές, οδηγεί σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Ποιά είναι αυτά:
Πρώτον, ότι το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφους παραμένει πολύ υψηλό και, ως εκ τούτου, θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος, γεγονός που αποδίδεται στη ρευστότητα της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, γεγονός βεβαίως που υπαγορεύει συγκεκριμένες κινήσεις από τα πολιτικά κόμματα για να αυξήσουν τη συσπείρωση των οπαδών τους.
Δεύτερον, τα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων θα κινηθούν σε χαμηλά επίπεδα, ακριβώς λόγω της ρευστότητας της κατάστασης, κάτι όμως που ευνοείται και λόγω της χαλαρότητας της ψήφους στις ευωεκλογές.
Παρά ταύτα, η ανάγνωση των δημοσκοπήσεων μέσα από τις γραμμές, οδηγεί σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Ποιά είναι αυτά:
Πρώτον, ότι το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφους παραμένει πολύ υψηλό και, ως εκ τούτου, θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος, γεγονός που αποδίδεται στη ρευστότητα της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, γεγονός βεβαίως που υπαγορεύει συγκεκριμένες κινήσεις από τα πολιτικά κόμματα για να αυξήσουν τη συσπείρωση των οπαδών τους.
Δεύτερον, τα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων θα κινηθούν σε χαμηλά επίπεδα, ακριβώς λόγω της ρευστότητας της κατάστασης, κάτι όμως που ευνοείται και λόγω της χαλαρότητας της ψήφους στις ευωεκλογές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου